|
Αφιέρωμα: Ανατομία της νέας Βουλής
Η ανανέωση της Βουλής στη Μεταπολίτευση, 1974-2000
Ανάλυση
του Γιάννη Μαυρή
Στη μεταδικτατορική πολιτική ιστορία, η ανανέωση της Βουλής εμφανίζει τρεις σημαντικές καμπές: το 1974, το 1989 και την περίοδο 1993-2000. H νέα Βουλή της 9ης Απριλίου, η τελευταία του 20ου αιώνα είναι ριζικά ανανεωμένη και κατά βάση παράγωγο μόλις της τελευταίας δεκαετίας του '90. Στη νέα της σύνθεση είναι εμφανής η αποστράτευση του πολιτικού προσωπικού της Μεταπολίτευσης: το 81% των σημερινών Ελλήνων βουλευτών εντάχθηκε στην (κοινο-βουλευτική) πολιτική μετά το 1989.
Παρά το υψηλό ποσοστό ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού που θα συντελεσθεί, στις δύο πρώτες Βουλές της Μεταπολίτευσης (του 1974 και του 1977), η συνέχεια με την προδικτατορική περίοδο ήταν οφθαλμοφανής. Στην πρώτη Βουλή του 1974, ένας εξαιρετικά υψηλός αριθμός βουλευτών (116), δηλαδή σχεδόν το 40%, διέθεταν προδικτατορική κοινοβουλευτική παρουσία (πίνακας 1). Στην επόμενη, του 1977, αν και ο αριθμός μειώθηκε σε 86 βουλευτές, εξακολουθούσε να παραμένει σημαντικός και αντιπροσώπευε σχεδόν το 1/3 (ποσοστό 29%, - πίνακας 1). Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί παρενθετικά, ότι τη συνέχεια αυτή καθιστούσε περισσότερο ορατή η ασφυκτική ηγεμονία της προδικτατορικής πολιτικής ηγεσίας, που διατηρήθηκε μέχρι και τα μέσα της τρέχουσας δεκαετίας. Σε πλήρη, μάλιστα, αναντιστοιχία με την ριζική ανανέωση του πολιτικού προσωπικού, που συντελείται ήδη από τη δεκαετία του '80.
Η αποχώρηση του προδικτατορικού πολιτικού προσωπικού από την ενεργό πολιτική και η επακόλουθη διάρρηξη της συνέχειας προδικτατορικής-μεταπολιτευτικής Βουλής, (στο επίπεδο του πολιτικού προσωπικού, όχι των ηγεσιών) θα ολοκληρωθεί στις επόμενες δύο Βουλές, στην περίοδο της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (1981, 1985): οι βουλευτές που ξεκίνησαν την πολιτική τους σταδιοδρομία προδικτατορικά περιορίζονται στη Βουλή του 1981 σε 49 (16,3%) και μόνον σε 35 (11,7%) στη Βουλή του 1985 (πίνακας 1). Στις κοινοβουλευτικές περιόδους της δεκαετίας του '90 ο αριθμός θα φθίνει γεωμετρικά. Παρέμειναν ελάχιστοι "προδικτατορικοί" βουλευτές, για να θυμίζουν συμβολικά τις βαθύτατες μεταβολές που έχουν επισυμβεί. Στη νέα Βουλή της 9ης Απριλίου, μόνον τέσσερις βουλευτές, αριθμός που αντιπροσωπεύει μόλις το 1,3% του συνόλου των σημερινών βουλευτών διαθέτουν προδικτατορική κοινοβουλευτική εμπειρία. Ίσως όχι τυχαία όλοι ανήκουν στη ΝΔ (πίνακες 2Α,3). Πρόκειται για τον κ. Κ.Μητσοτάκη, που εξακολουθεί να παραμένει ο "αρχαιότερος" κοινοβουλευτικός (πρωτοεξελέγη βουλευτής Χανίων με το Κόμμα των Φιλελευθέρεων το 1946 και, έκτοτε, έχει επανεκλεγεί συνολικά 18 φορές), τον κ. Ι.Κεφαλογιάννη (1958/ΕΡΕ), τον κ.Γ.Βαρβιτσιώτη (1961/ΕΡΕ) και τον κ.Αχ.Καραμανλή (1963/ΕΡΕ). Ο τελευταίος κοινοβουλευτικός του ΠΑΣΟΚ που διέθετε προδικτατορική εμπειρία, ο κ.Γ.Χαραλαμπόπουλος, δεν εξελέγη (είχε πρωτοεκλεγεί με την ΕΚ το 1963 και επανεκλεγεί έκτοτε συνολικά 11 φορές).
Η αποχώρηση των "μεταπολιτευτικών"
Περισσότερο εντυπωσιακό, όμως, είναι το γεγονός, ότι σε μεγάλο βαθμό και το πολιτικό προσωπικό της Μεταπολίτευσης έχει αποχωρήσει από τον ενεργό κοινοβουλευτικό βίο: μόνον δεκαοκτώ (18) σημερινοί βουλευτές, δηλαδή το 6% της σημερινής Βουλής (πίνακας 3 ξεκίνησαν την κοινοβουλευτική τους σταδιοδρομία στην περίοδο 1974-77. Προέρχονται, δηλαδή, από τις δύο πρώτες μεταδικτατορικές Βουλές (του 1974 και του 1977 - πίνακας 3. Από την σημερινή κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ μόνον τρεις μπήκαν στην πολιτική το 1974: ο κ.Κακλαμάνης που πρωτοεξελέγη με το ΠΑΣΟΚ, ο κ.Κοντογιαννόπουλος με τη ΝΔ, και ο κ.Παπαθεμελής με την ΕΔΗΚ. Αντίστοιχα, από την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ το 1974 πρωτοεξελέγησαν πέντε από τους σημερινούς της βουλευτές. Οι τέσσερις με τη ΝΔ: οι κ.κ.Έβερτ, Νεράτζης, Παναγιωτόπουλος, Χατζηγάκης και ένας με την ΕΔΗΚ, ο κ.Αναγνωστόπουλος (πίνακες 2Β, 3). Από αυτούς τους οκτώ (του 1974), μόνον οι κ.κ. Κακλαμάνης, Παπαθεμελής και Έβερτ έχουν συμμετάσχει ανελλειπώς και στις δεκα κοινοβουλευτικές περιόδους της Μεταπολίτευσης και ως εκ τούτου μπορεί να θεωρούνται ως οι "αρχαιότεροι των μεταπολιτευτικών". Από τη Βουλή του 1977 παραμένουν συνολικά μόνον εννέα (9) σημερινοί βουλευτές. Οι έξι ανήκουν στο ΠΑΣΟΚ (Κρητικός, Κεδίκογλου, Γικόνογλου, Παπούλιας, Βαλυράκης, Ζαφειρόπουλος) και οι τρεις στη ΝΔ (Τζαννετάκης, Δήμας, Μάνος).
Η ανανέωση της Βουλής στη μεταπολίτευση
Με την πρώτη μεταδικτατορική Βουλή του 1974 επέρχεται η ριζική ανανέωση του πολιτικού προσωπικού. Οι 184 Βουλευτές στους 300, ποσοστό 61,3% - το υψηλότερο ποσοστό στη μεταπολίτευση, εκλέγονται για πρώτη φορά (διάγραμμα 1). Η δεύτερη χρονικά σημαντική ανανέωση του κοινοβουλίου θα καταγραφεί στη Βουλή του 1981 και οφείλεται κατά βάση στην ανάδυση του ΠΑΣΟΚ. Σε αυτήν τη Βουλή θα σημειωθεί το τρίτο, κατά σειρά, υψηλότερο ποσοστό ανανέωσης της Βουλής: συνολικά 122 βουλευτές (40,5% του συνόλου). Ωστόσο, η μεγάλη πλειοψηφία των νεοεκλεγέντων βουλευτών προέρχεται από το ΠΑΣΟΚ (90, έναντι μόλις 28 της ΝΔ και 4 του ενιαίου Συνασπισμού). Στο εσωτερικό της μαζικότερης από το 1974 κοινοβουλευτικής ομάδας που θα αποκτήσει το ΠΑΣΟΚ, (αριθμούσε 172 άτομα), οι νεοεκλεγέντες αντιπροσώπευαν το 52,3%, ενώ στη ΝΔ μόνον 24,3% (βλέπε πηγές [1], σελ.83). Στην περίοδο της πρώτης διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (1981-85) θα ενταχθούν στην κοινοβουλετική πολιτκή συνολικά 34 σημερινοί βουλευτές. Το 71% αυτής της κατηγορίας (24/34) προέρχονται όπως είναι αναμενόμενο από το ΠΑΣΟΚ και συγκροτούν τον λεγόμενο "πυρήνα του '81". Πρόκειται για μια σειρά βασικών κυβερνητικών στελεχών του κόμματος, μεταξύ αυτών και ο πρωθυπουργός (Σημίτης, Αρσένης, Καστανίδης, Β.Παπανδρέου, Γ.Παπανδρέου, Πάγκαλος, Ρέππας, Τσοχατζόπουλος, κ.α.). Η εφαρμογή της κλειστής λίστας στις εκλογές του 1985 είχε εξαιρετικά αρνητικά αποτελέσματα στην ανανέωση του Κοινουβουλίου. Στην ουσία, η λίστα των εκλογών του 1985 είχε συντηρήσει με τεχνητό τρόπο και παρατείνει την κοινοβουλευτική ζωή, καταργώντας τον έλεγχο και τη δυνατότητα επιλογής από το εκλογικό σώμα, εκείνου του τμήματος του πολιτικού προσωπικού που είχε αναδείξει η πλημμυρίδα του '81 (Βλέπε σχετικά, πηγές [5]). Tο 1985 θα σημειωθεί το δεύτερο μετά το 1990 χαμηλότερο ποσοστό ανανέωσης (13,3%), και επί της ουσίας το χαμηλότερο, αν συνυπολογίσει κανείς το γεγονός
ότι οι εκλογές του Νοεμβρίου 1989 και Απριλίου 1990 είχαν πραγματοποιηθεί σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, σε σχέση με τις αμέσως προηγούμενες εκλογές του Ιουνίου 1989.
Η "γενιά του '89"
Για το κοινοβουλευτικό προσωπικό της χώρας οι εκλογές του Ιουνίου 1989 θα αποτελέσουν τομή, σηματοδοτώντας την τρίτη χρονικά, αλλά δεύτερη σημαντικότερη στη Μεταπολίτευση (μετά το 1974) ανανέωσή του. Η θεαματική -διακομματική- ανανέωση του Κοινοβουλίου, που σημειώθηκε το 1989 αποτέλεσε μια σαφή ένδειξη αποδοκιμασίας εκείνης της μερίδας των πολιτικών που ταυτίσθηκε με τη διαχείριση της εξουσίας, στην πρώτη φάση της μεταδικτατορικής πολιτικής ιστορίας (1974-1989) (Βλέπε σχετικά, πηγές [5]). Εμβρυουλκό σε αυτήν την διαδικασία θα αποτελέσει η επαναφορά του σταυρού προτίμησης, που θα επιτρέψει στο εκλογικό σώμα να "τιμωρήσει" τους παλιούς και φθαρμένους πολιτικούς και να αναδείξει στη θέση τους μια νέα γενιά. Από τους 300 βουλευτές της Βουλής του Ιουνίου 1989, σχεδόν οι μισοί (141) θα εκλεγούν για πρώτη φορά (ποσοστό 47%), αποτελώντας το 42% της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ, το 47% της ΝΔ και το 68% του (ενιαίου) Συνασπισμού (πηγές [1], όπ.π.). Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, αυτοί οι βουλευτές θα επανεκλεγούν και στις εκλογές του Νοεμβρίου 1989 και του Απριλίου 1990. Με αυτόν τον τρόπο, στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 θα αναδειχθεί και θα σταθεροποιηθεί ένα καινούργιο πολιτικό προσωπικό, που ύστερα από μια δεκαετία παραμένει πολιτικά ενεργό, διατηρώντας μάλιστα ηγεμονική θέση και σημαντική εκπροσώπηση στη νέα Βουλή. Συνολικά, 72 σημερινοί βουλευτές, δηλαδή το 24% της σημερινής Βουλής πρωτοεξελέγησαν εκείνη την περίοδο (60 έχουν εκλεγεί το 1989 και 12 το 1990. Από αυτούς οι 36 με το ΠΑΣΟΚ και οι 30 με τη ΝΔ (πίνακας 3). Πρόκειται για τη δεύτερη πολυαριθμότερη ομάδα βουλευτών της σημερινής Βουλής, αλλά την πρώτη από την πλευρά της πολιτικής εμπειρίας και ισχύος. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία, οι σημερινές ηγετικές ομάδες των δύο μεγάλων κομμάτων συγκροτούνται από τους βουλευτές αυτής της κατηγορίας.
Το τρίτο κύμα ανανέωσης της Βουλής (1993-2000)
Οι τρεις τελευταίες Βουλές (1993, 1996, 2000) σηματοδοτούν μια διαδικασία αδιάκοπα συνεχιζόμενης ανανέωσης του Κοινοβουλίου και μάλιστα με αυξανόμενους ρυθμούς. Το 1993 πρωτοεκλέγονται 77 βουλευτές που αντιπροσωπεύουν το 25,7%, το 1996 πρωτοεκλέγονται 78, ποσοστό 26%, ενώ στην νέα Βουλή της 9ης Απριλίου 2000 πρωτοεκλέγονται 86 βουλευτές, ποσοστό 28,7%. Επομένως, για τρείς συνεχόμενες Βουλές μέσα σε επτά χρόνια το πολιτικό προσωπικό της χώρας ανανεώθηκε περίπου κατά 1/4 κάθε φορά.
Η (κοινοβουλευτική) έφοδος των γυναικών
Το στοιχείο που διαφοροποιεί ριζικά και συνιστά σημαντική τομή στην ιστορία του ελληνικού Κοινοβουλίου είναι η αλματώδης (για τα ελληνικά δεδομένα) άνοδος της συμμετοχής των γυναικών. Μάλιστα, η συνεισφορά των γυναικών στην ανανέωση της Βουλής είναι διπλή. Εκτός από φυλετική είναι και ηλικιακή: οι 18 στις 31 (58%) εκλέγονται για πρώτη φορά. Στη νέα Βουλή το γυναικείο φύλο εκπροσωπείται με 31 βουλευτές, αριθμός που συνιστά την υψηλότερη συμμετοχή γυναικών σε ελληνική Βουλή, ενώ ως ποσοστό υπερβαίνει το 10% (10,33%). Αναμφίβολα, αυτή η εξαιρετικά θετική και ελπιδοφόρα τάση, που θα πρέπει ασφαλώς να ενισχυθεί περαιτέρω, αντανακλά σε κάποιο βαθμό τις ραγδαίες ιδεολογικές και κοινωνικές μεταβολές που έχουν επισυμβεί στην ελληνική κοινωνία κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες και οι οποίες συνδεόνται με τη θέση και τον ρόλο των γυναικών: άνοδος του μορφωτικού επιπέδου, μετασχηματισμοί της οικογένειας, επιταχυνόμενη ένταξη στην αγορά και στην ιεραρχία της εργασίας. Πρόκειται όμως μόνον για την αρχή. Η συγκριτική διεθνής θέση της χώρας δεν παύει να είναι απογοητευτική. Ως προς την συμμετοχή των γυναικών, η Ελλάδα παραμένει τελευταία μεταξύ των δεκαπέντε χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 65η στη σειρά κατάταξης 177 Κοινοβουλίων στον κόσμο (πίνακας 4). Το ποσοστό γυναικείας συμμετοχής υπολείπεται όχι μόνον του πανευρωπαικού μέσου όρου (16,3%) αλλά και του συνολικού διεθνούς ποσοστού στις 177 χώρες (13,8%, πηγές [9]). Η μεγαλύτερη απόσταση εμφανίζεται ως προς τις σκανδιναβικές χώρες και γενικότερα τις χώρες της Β.Ευρώπης (Σουηδία, Δανία, Φινλανδία, Ολλανδία, Γερμανία), που εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά γυναικείας συμμετοχής (τριπλάσια- τετραπλάσια του ελληνικού). Η θέση της Ελλάδας μπορεί να συγκριθεί μόνον με την αντίστοιχη των χωρών της Ν.Ευρώπης (Ιταλία, Γαλλία) και της Ιρλανδίας, που λόγω της επιρροής της θρησκείας (καθολικισμός) εμφανίζουν εξ' ίσου χαμηλά ποσοστά (εξαίρεση αποτελεί η Ισπανία).
Η Βουλή της νέας εποχής
Η διαδικασία ανανέωσης που περιγράφηκε συνοπτικά στα προηγούμενα έχει ως αποτέλεσμα το 81% των σημερινών Βουλευτών (79,1% στο ΠΑΣΟΚ, 82,4% στη ΝΔ) να έχουν ενταχθεί στην (κοινοβουλευτική) πολιτική μετά το 1989 (πίνακας 3. Η σημερινή Βουλή είναι στην ουσία παράγωγο της τελευταίας δεκαετίας του '90. Δεν υφίσταται καμια συνέχεια με το πολιτικό προσωπικό, όχι μόνον της προδικτατορικής περιόδου (στο επίπεδο της βάσης η διάρρηξη έχει συντελεσθεί ήδη κατά τη δεκαετία του '80), αλλά και της μεταπολιτευτικής. Το πολιτικό προσωπικό της Μεταπολίτευσης έχει σε μεγάλο βαθμό αποστρατευθεί.
Επιπλέον, η ανανέωση των πολιτικών ηγεσιών στα δύο μεγάλα κόμματα που συντελέσθηκε μετά το 1996 ανέτρεψε την δυσαρμονία/αναντιστοιχία ανάμεσα στο πολιτικό προσωπικό που συγκροτήθηκε κατά την μεταδικτατορική περίοδο και τις πολιτικές ηγεσίες που εξακολουθούσαν να απαρτίζουν πολιτικοί ηγέτες και στελέχη παλιότερων εποχών (βλέπε σχετικά πηγές [5]). Η αναντιστοιχία αυτή που σφράγισε τη μεταδικτατορική περίοδο μέχρι και τα μέσα της τρέχουσας δεκαετίας έχει οριστικά αρθεί.
Πηγές αφιερώματος
[1] Δρεττάκης Μανόλης: Η ανατομία της Βουλής 1974-1990, εκδ.Gutemberg, Αθήνα 1991
[2] Δρεττάκης Μανόλης: "η Βουλή του 1993 σε σύγκριση με τη Βουλή του 1990", Κοινοβουλευτική Επιθεώρηση, τ.21-22, 1995
[3] Η Βουλή των Ελλήνων από το 1974, εκδ.Ζήδρος, Αθήνα 1991
[4] ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ: Οι 300 της Βουλής, ειδική έκδοση 1993
[5] Νικολακόπουλος Ηλίας: "Ο λαός αποφάσισε 'λίφτιγκ' στη Βουλή", ΤΑ ΝΕΑ, 21.11.89.
[6] Το Ποντίκι: Οι εκλογές της 10ης Οκτωβρίου 1993, εκδ.Το "Ποντίκι", Αθήνα 1994
[7] Το Ποντίκι: Οι εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου 1996, εκδ.Το "Ποντίκι", Αθήνα 1997
[8] Who's Who των Ελλήνων Βουλευτών, β΄έκδοση, εκδ.Μέτρον, 1995-96
[9] Women in National Parliaments, data compiled by the Inter-Parliamentary Union, (April 2000).
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (13/5/2000)
|
|