Η έννοια του εθελοντισμού στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία και η πρόκληση των Ολυμπιακών Αγώνων

Ρόη Παναγιωτοπούλου
Αναπληρώτρια καθηγήτρια
Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ



  
   1. Εισαγωγή

Η ιδέα της συμμετοχής σε εθελοντικές οργανώσεις είναι μια προοπτική που απασχολεί μάλλον δυνητικά τους Έλληνες και δεν αποτελεί διαδεδομένη κοινωνική πρακτική για την πλειονότητα των πολιτών. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια οι απόψεις σχετικά με την εθελοντική προσφορά εργασίας έχουν μεταβληθεί προς το θετικότερο, μιας που όλο και περισσότεροι Έλληνες θεωρούν ότι ο εθελοντισμός αποτελεί θετική κοινωνική συνεισφορά και θα έπρεπε να ενισχυθεί. Επίσης, αυξάνεται η διαθεσιμότητα για προσφορά εθελοντικής εργασίας. Στη μεταστροφή αυτή συμβάλλει αναμφισβήτητα η προβολή της δυνατότητας για εθελοντική συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες (ΟΑ) που εμφανίζεται συστηματικά στα ΜΜΕ ήδη από τα τέλη του 1999 και υποστηρίζεται από την κυβέρνηση και από την Οργανωτική Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων (ΟΕΟΑ) Αθήνα 2004. Όμως παράλληλα αυξάνεται και ο σκεπτικισμός αναφορικά με τη σχέση αμειβόμενων εργαζόμενων και εθελοντών σε μια περίοδο οικονομικής ύφεσης και υψηλού ποσοστού ανεργίας. Επιπλέον, εκφράζονται φόβοι για τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και των κοινωνικών υπηρεσιών, οι οποίες θα μπορούσαν να υποκατασταθούν από την εθελοντική προσφορά εργασίας, που έχει μεν λιγότερο κόστος, δεν μπορεί όμως να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμες λύσεις.
Το κράτος βρίσκεται αυτή την περίοδο σε μια διαδικασία να αναστρέψει την αρχικά αδιάφορη στάση του απέναντι στις εθελοντικές, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ). Απτή ένδειξη του αυξανόμενου ενδιαφέροντος για την προώθηση του εθελοντισμού και των ΜΚΟ από την πλευρά της κυβέρνησης αποτελεί η σύσταση θέσης υφυπουργού για τον εθελοντισμό η οποία υπάγεται στο Υπουργείο Παιδείας1, καθώς και η ψήφιση δύο νόμων και μιας υπουργικής απόφασης με στόχο την οριοθέτηση, την καταγραφή και το συντονισμό της δράσης των εθελοντικών, ΜΚΟ, κυρίως στον τομέα της κοινωνικής φροντίδας και της διεθνούς αναπτυξιακής συνεργασίας και βοήθειας2. Παρ' όλα, αυτά εξακολουθεί να εκκρεμεί εδώ και αρκετά χρόνια η ψήφιση ενός νόμου ο οποίος θα ρυθμίζει συνολικά το πλαίσιο λειτουργίας, το εύρος των δραστηριοτήτων και τους όρους για κρατικές ή κοινοτικές επιχορηγήσεις των ΜΚΟ.


2. Σχέσεις κράτους - πολίτη: συλλογικό ή ατομικό συμφέρον;

Η σταδιακή μετατόπιση της εξουσίας από το χώρο του πολιτικού στο χώρο του οικονομικού στα τέλη του 20ού αιώνα επέφερε μια νέα τάξη διαχείρισης της παγκόσμιας εξουσίας και ένα παγκόσμιο πλέγμα οικονομικών συμφερόντων που επιβάλλει τις επιλογές του στο σύνολο σχεδόν των σημερινών κοινωνιών. Ταυτόχρονα οι εξελίξεις αυτές επέδρασαν στην ενδυνάμωση και ταχύτατη διάδοση της εθελοντικής προσφοράς εργασίας και των ΜΚΟ ως φορέων που μπορούν να αντιδράσουν στη νέα τάξη πραγμάτων.

Στο θεωρητικό επίπεδο η συζήτηση για την εξάπλωση του φαινομένου αυτού περιστρέφεται γύρω από δύο βασικές προσεγγίσεις. Η μία αφορά την έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου και η άλλη την κοινωνία των πολιτών.3

Η έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει δύο διαφορετικές διαστάσεις της κοινωνικής δράσης. Η πρώτη θεωρεί ως κοινωνικό κεφάλαιο τα προσόντα, τα προνόμια, τις απολαβές κ.ά. που αποκτά ένα υποκείμενο μέσα από τα δίκτυα κοινωνικών σχέσεων, τα οποία συντελούν στο να πετύχει τους ατομικούς σκοπούς του. Την άποψη αυτή υποστήριξε ο Ρ. Bourdieu. Η δεύτερη αναφέρεται στα μέσα που αποκτούν ορισμένοι συλλογικοί φορείς για να εξασφαλίσουν την εσωτερική συνοχή μεταξύ των μελών τους και να ξεπεράσουν προβλήματα που θέτει η συλλογική δράση. Χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον J. S. Coleman και κατόπιν από τον R. Putnam.4 Η προσέγγιση αυτή συνδέει το κοινωνικό κεφάλαιο με την έννοια της ανάπτυξης και με τις κοινωνικές πρακτικές που συνενώνουν άτομα με κοινούς στόχους συλλογικών δράσεων ή διεκδικήσεων. Δηλαδή, προσδίδει στα δίκτυα πολιτική διάσταση.

Η κοινωνία των πολιτών αποτελεί το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του κράτους. Πρόκειται λοιπόν για έναν ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στο κράτος και τον πολίτη, για ένα πλέγμα αλληλεπιδράσεων ανάμεσα σε διάφορες μη κυβερνητικές, εθελοντικές οργανώσεις. Η κοινωνία των πολιτών αποτελεί αντίποδα στην πολιτική κοινωνία, δηλαδή στο κράτος, και συγχρόνως χώρο εκούσιας συμμετοχής σ' ένα πολιτικό και κοινωνικό σύνολο.5 Σύμφωνα με τον Μουζέλη,6 οι θεωρητικές προσεγγίσεις για τον ορισμό της κοινωνίας των πολιτών διακρίνονται σε εκείνες που την εκλαμβάνουν ως: α) το αντίθετο του κράτους, μια άποψη που οδηγεί σ' ένα διχοτομικό μοντέλο κράτους-αγοράς, β) τα ενδιάμεσα στρώματα μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, δηλαδή τις οργανώσεις που προστατεύουν τους πολίτες από τον κρατικό αυταρχισμό, αλλά και τους πολιτικούς από εκ των κάτω προερχόμενες λαϊκές πιέσεις και, γ) τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ κράτους και αγοράς, δηλαδή έναν αυτοδιοικούμενο ενδιάμεσο χώρο που διαχειρίζεται τα συμφέροντα των κοινωνικών ομάδων και διαπραγματεύεται την ισχύ τους.

Σημαντικό ρόλο στη συγκρότηση της κοινωνίας των πολιτών αλλά και στη "συσσώρευση" κοινωνικού κεφαλαίου αναλαμβάνουν οι ΜΚΟ, οι οποίες είναι ιδιωτικές οργανώσεις (θεσμικά αυτόνομες από το κράτος), έχουν καταστατική κατοχύρωση (σταθερή οργάνωση και διάρκεια), είναι διοικητικά ανεξάρτητες και διέπονται από τις δικές τους καταστατικές αρχές, είναι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις και διανέμουν τα κέρδη τους αποκλειστικά για τους σκοπούς της οργάνωσης, αντιπροσωπεύουν άτομα ή κοινωνικές ομάδες που με τη βούλησή τους συμμετέχουν σ' αυτές και μπορούν να προσφέρουν εθελοντική εργασία χωρίς αυτό να είναι απαραίτητη προϋπόθεση7. Οι ΜΚΟ δεν αποσκοπούν στην άσκηση πολιτικής εξουσίας, αλλά με τη δράση τους προσφέρουν δυνατότητες πολιτικής και κοινωνικής συμμετοχής επειδή δεσμεύονται να προωθήσουν συγκεκριμένους στόχους που δεν καλύπτονται επαρκώς ή δεν εντάσσονται στην πολιτική των κρατικών θεσμών και των πολιτικών κομμάτων.

Τέλος, βασική παράμετρος της λειτουργίας των ΜΚΟ αλλά και ιδεολογικό στήριγμα της κοινωνίας των πολιτών αποτελεί ο εθελοντισμός, ο οποίος νοείται ως "η δραστηριότητα εκείνη που αναπτύσσεται κατά τρόπο προσωπικό, αυθόρμητο, ελεύθερο, χωρίς σκοπό ατομικού κέρδους, από μεμονωμένους πολίτες ατομικά ή διαμέσου των οργανώσεων των οποίων αποτελούν μέλη, προς το συμφέρον της ομάδας στην οποία ανήκουν ή τρίτων προσώπων ή της τοπικής, κρατικής ή διεθνούς κοινότητας αποκλειστικά για σκοπούς αλληλεγγύης (αλτρουιστικούς)"8. Οι εθελοντικές οργανώσεις περιλαμβάνονται στις ΜΚΟ και συνήθως διαθέτουν τα ίδια οργανωτικά χαρακτηριστικά με αυτές. Το γνώρισμα που τις διαφοροποιεί είναι ότι δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην εθελοντική προσφορά εργασίας σε τρίτους με ελεύθερη βούληση των μελών τους και χωρίς οποιαδήποτε υλική ανταμοιβή.

Είναι προφανές ότι οι εθελοντικές οργανώσεις και ιδιαίτερα εκείνες που ασκούν διαχειριστική λειτουργία στο φιλανθρωπικό τομέα και στην κοινωνική φροντίδα δεν μπορούν με κανένα τρόπο να υποκαταστήσουν τις ελλείψεις που παρουσιάζει η κρατική πολιτική. Ο ρόλος τους είναι επικουρικός γιατί δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν ριζικά ούτε να επιλύσουν τα δομικά κοινωνικά προβλήματα ανισότητας και φτώχειας που χαρακτηρίζουν τη συγκρότηση των ύστερων καπιταλιστικών κοινωνιών9.


3. Αίτια ανάπτυξης του εθελοντισμού και των εθελοντικών οργανώσεων στην Ελλάδα

Υποστηρίζεται συχνά ότι στην Ελλάδα η συμμετοχή στην πολιτική και στη δημόσια σφαίρα ρυθμίζεται εν πολλοίς από τις πελατειακές σχέσεις, χωρίς να διαφαίνονται μέχρι σήμερα νέοι τρόποι ενσωμάτωσης των κοινωνικών στρωμάτων στο πολιτικό σύστημα. Γι' αυτό η κοινωνία των πολιτών δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς και οι διάφορες οργανώσεις εκπροσώπησης οικονομικών συμφερόντων εξακολουθούν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το κράτος10. Η κομματική δραστηριοποίησης σε πολιτικούς χώρους που συνήθως καλύπτονται από διάφορα κοινωνικά κινήματα (π.χ. φεμινιστικό κίνημα, οικολογία κ.λπ.), η έλλειψη νομιμοποίησης πολλών οργανώσεων και κοινωνικών κινημάτων, η αδυναμία τους να ασκήσουν αποτελεσματικές πιέσεις ώστε να καταστούν εταίροι διαπραγμάτευσης συμφερόντων με το κράτος, ο κατακερματισμός των ατομικών συμφερόντων, δηλαδή η πολλαπλή και ταυτόχρονη ένταξή των υποκειμένων σε διαφορετικές επαγγελματικές θέσεις και κοινωνικά στρώματα κ.ά. αποτελούν μερικές από τις αιτίες για τις οποίες δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς οι εθελοντικές ΜΚΟ στη χώρα μας.

Παρ' όλες τις εγγενείς δυσκολίες που προβάλλει το πολιτικό σύστημα, οι εθελοντικές ΜΚΟ στην Ελλάδα αναζωπυρώθηκαν τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Οι βασικότερες αιτίες που συμβάλλουν στην ανάπτυξή τους στη σημερινή νεοελληνική κοινωνία είναι:11

1. Η κρίση του κοινωνικού κράτους. Το δημόσιο σύστημα κοινωνικής προστασίας συρρικνώνεται, αφενός διότι η παγκοσμιοποίηση και οι διεθνείς όροι οικονομικής ανάπτυξης επιβάλουν στα εθνικά κράτη μέτρα λιτότητας που πλήττουν την κοινωνική συνοχή και, αφετέρου, τα υποκείμενα, υιοθετώντας μια ατομικιστική αντίληψη για την αξία και την αποτελεσματικότητα του κοινωνικού κράτους, στρέφονται ολοένα και περισσότερο προς την ιδιωτική παροχή υπηρεσιών. Ορισμένες ΜΚΟ αναλαμβάνουν είτε αυτοβούλως είτε μέσω κρατικής ανάθεσης να καλύψουν τμήματα της κοινωνικής πολιτικής που δεν εντάσσονται πλέον στην επίσημη κρατική πολιτική.
2. Η κρίση των πολιτικών κομμάτων. Τα πολιτικά κόμματα αντιμετωπίζουν μια κάμψη της ενεργής πολιτικής συμμετοχής των οπαδών διαμέσου των μηχανισμών τους. Ο πολυσυλλεκτικός τους χαρακτήρας δεν επιτρέπει άμεσες ταυτίσεις και μάλιστα σε μια εποχή όπου ο κατακερματισμός των συμφερόντων κάνει τη λειτουργία τους ακόμα πιο απόμακρη.
3. Η βαθμιαία παρακμή των νέων κοινωνικών κινημάτων που έδρασαν κυρίως στις δεκαετίες '70 και '80 και σε πολλές περιπτώσεις οδήγησαν στην ενσωμάτωση στην κρατική πολιτική διαφόρων αιτημάτων που υποστηρίχτηκαν από τα κινήματα αυτά (π.χ., ισότητα των δύο φύλων, σεβασμός στο περιβάλλον, αναγνώριση πολιτιστικής ταυτότητας κ.λπ.). Πολλές ΜΚΟ αποτελούν συνέχεια των κινημάτων αυτών.
4. Οι νέες αντιλήψεις για αυτο-οργάνωση, αυτο-βοήθεια και αυτο-διαχείριση προσφέρουν στα άτομα νέες δυνατότητες να δώσουν νόημα στη ζωή τους, να ασχοληθούν με δραστηριότητες κοινωνικά ωφέλιμες, να έχουν το αίσθημα ότι συμμετέχουν προσωπικά και διεκδικούν αιτήματα ή αξίες που είναι γι' αυτούς σημαντικές για την κατοχύρωση της ποιότητας της ζωής τους. Με τον τρόπο αυτό δίνεται νέο περιεχόμενο στην αντίληψη της "ιδιότητας του πολίτη".
5. Η εντεινόμενη διαδικασία παγκοσμιοποίησης που επιφέρει την άμβλυνση της αυτονομίας του έθνους-κράτους στο διεθνές επίπεδο. Μέσα από τη διαδικασία αυτή αναδεικνύονται θέματα με υπερεθνικό χαρακτήρα τα οποία προϋποθέτουν διεθνείς πρωτοβουλίες και διεθνή συντονισμό για την επίλυσή τους (π.χ. διεθνείς συνδιασκέψεις για το περιβάλλον κ.ά.).


4. Επισκόπηση των ερευνών αναφορικά με τον εθελοντισμό στην Ελλάδα

Η έρευνα σχετικά με τον αριθμό, αλλά και με τη δράση των εθελοντικών οργανώσεων στην Ελλάδα ξεκίνησε μόλις στα μέσα της δεκαετίας του '90, μολονότι οι πρώτες φιλανθρωπικές εθελοντικές οργανώσεις λειτούργησαν ήδη από το 19ο αιώνα12. Η εμπειρική ερευνητική προσέγγιση του φαινομένου του εθελοντισμού αλλά και των ΜΚΟ ακολουθεί δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη αποπειράται να καταγράψει τον αριθμό των οργανώσεων και να σκιαγραφήσει την οργανωτική τους δομή καθώς και το εύρος των παρεχομένων υπηρεσιών. Αντίθετα, η δεύτερη επιχειρεί να παρουσιάσει τα χαρακτηριστικά των ατόμων που είναι ή επιθυμούν να γίνουν εθελοντές, τα κίνητρα προς εθελοντική δράση και τις στάσεις και αντιλήψεις τους σχετικά με τον εθελοντισμό και τις ΜΚΟ γενικότερα.

Η πρώτη συστηματική προσπάθεια εμπειρικής καταγραφής και παρουσίασης των μη κυβερνητικών, εθελοντικών οργανώσεων στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε το 1996. Συγκεκριμένα πρόκειται για την έρευνα "Ελληνικές εθελοντικές οργανώσεις" που διεξάχθηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος VOLMED. Η έρευνα κατέγραψε αρχικά 120013 εθελοντικές οργανώσεις στην Ελλάδα και προέβη σε συγκριτική ανάλυση των δεδομένων ενός δείγματος 228 οργανώσεων με αντίστοιχα στοιχεία για την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία14. Πρόκειται για την πιο εκτενή έρευνα που ασχολείται με την οργανωτική δομή και τους τομείς εθελοντικής δράσης των ελληνικών οργανώσεων.

Την ίδια περίπου περίοδο η Σ. Τσακρακλίδου διερεύνησε την οργανωτική δομή και τις δραστηριότητες των μη κυβερνητικών, εθελοντικών οργανώσεων παροχής υπηρεσιών στο φιλανθρωπικό τομέα που εδρεύουν στο νομό Αττικής και ασχολούνται ειδικότερα με άτομα με ειδικές ανάγκες, με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Επισήμανε τα πεδία δραστηριοποίησης των οργανώσεων αυτών, είτε ως συμπληρωματική παροχή φροντίδας σε συνεργασία με το κράτος είτε ως "αντίπαλο δέος" προς το κράτος και προς την ελλιπή κοινωνική πολιτική αναφορικά με τις συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες ατόμων.15 Στα συμπεράσματα της έρευνας αναφέρεται ότι ο τομέας εθελοντικής προσφοράς εργασίας σε άτομα με ειδικές ανάγκες είναι ο πλέον ανεπτυγμένος στην Ελλάδα, ενώ οι εθελοντικές υπηρεσίες που παρέχονται προς τους πρόσφυγες και τους μετανάστες είναι συγκριτικά πολύ πιο περιορισμένες και δεν εξειδικεύονται όσον αφορά το είδος των προσφερομένων υπηρεσιών ή την κατηγορία των μεταναστών, προτιμώντας να διατηρούν έναν ευέλικτο χαρακτήρα που προσαρμόζεται διαρκώς στις ανάγκες του κοινού τους.

Μια πρώτη εκτενή καταγραφή των ΜΚΟ και των φορέων παροχής εθελοντικής εργασίας επιχειρεί η Ε. Παναγιωτίδου κατά το χρονικό διάστημα 1997 έως 1999. Ο συνολικός αριθμός των εθελοντικών ΜΚΟ ανήλθε σύμφωνα με υπολογισμούς της συγγραφέως στις 2.400 οργανώσεις και ταξινομήθηκε σε δώδεκα κατηγορίες, ανάλογα με το σκοπό δράσης τους.16 Σύμφωνα με την ανάλυση των στοιχείων της δειγματοληπτικής έρευνας (585 περιπτώσεις), γύρω στο 14,0% των μελών δηλώνουν ενεργά μέλη, ενώ το 0,2% των μελών κατέχουν αμειβόμενη θέση. Από το σύνολο των οργανώσεων, το 79,3% προσφέρει υπηρεσίες σε τοπικό, το 10,7% σε περιφερειακό και το 10% σε πανελλαδικό ή/και διεθνές επίπεδο. Αν από το δείγμα επιλεχτούν οι "αμιγώς" εθελοντικές οργανώσεις (135 περιπτώσεις), τότε τα ενεργά μέλη αποτελούν περίπου το 30% του συνόλου των μελών, τα αμειβόμενα το 0,3% και οι υπηρεσίες προσφέρονται σε ποσοστό 41,5% σε τοπικό, 30,5% σε περιφερειακό και 28,0% σε πανελλαδικό ή/και διεθνές επίπεδο17. Είναι προφανές ότι οι οργανώσεις που προσανατολίζονται κατά κύριο λόγο σε εθελοντική προσφορά εργασίας παρουσιάζουν αυξημένη συμμετοχή των ενεργών μελών και ασχολούνται με προβλήματα και ελλείψεις που αφορούν, εκτός από το άμεσο τοπικό ή εθνικό περιβάλλον, και τα διεθνή κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα.

Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την ΕΤΕΒΑ με τίτλο: "Εθελοντισμός και Ελληνική εμπειρία" από τον Ιούνιο έως το Σεπτέμβριο του 2000 σε πανελλαδικό δείγμα και επιχείρησε να αποτυπώσει το χώρο των ΜΚΟ και των διαφόρων εθελοντικών οργανώσεων, τόσο στο επίπεδο των οργανώσεων (376 περιπτώσεις) όσο και στο επίπεδο της συμπεριφοράς, των στάσεων και των αντιλήψεων των μελών τους (753 άτομα). Στην έρευνα αυτή γίνεται μια πιο ολοκληρωμένη καταγραφή και το καλοκαίρι του 2000 εντοπίζονται 13.552 εθελοντικές οργανώσεις18.

Τέλος, η VPRC πραγματοποίησε πανελλαδική έρευνα στάσεων και αντιλήψεων το Μάιο του 2002 με στόχο να προσδιορίσει την αναγνωρισιμότητα των ΜΚΟ από το κοινό καθώς και να αποτυπώσει τη διάθεση για εθελοντική συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 2004. Η έρευνα απευθύνθηκε σε πληθυσμό ηλικίας 13 ετών και άνω και σε δείγμα 1.962 ατόμων με δομημένα ερωτηματολόγια και ατομικές συνεντεύξεις19.

4.1. Γενικά χαρακτηριστικά των εθελοντικών, μη κυβερνητικών οργανώσεων

Τα λίγα εμπειρικά στοιχεία που διαθέτουμε σκιαγραφούν ενδεικτικά την εξέλιξη των εθελοντικών οργανώσεων στη χώρα. Από το 1900 έως το 1980 λειτουργούσαν στην Ελλάδα γύρω στο 36,3% του συνόλου των οργανώσεων που καταγράφηκαν το 1996, ενώ μετά το 1980 ιδρύθηκε το 60,3% του συνόλου των εθελοντικών οργανώσεων. Ειδικότερα κατά την πενταετία 1991-1996 ιδρύθηκαν πάνω από το ένα τέταρτο των συνολικά λειτουργούντων εθελοντικών οργανώσεων20.

Είναι εμφανής λοιπόν η γενικότερη τάση που κατευθύνεται προς την ενίσχυση του εθελοντισμού και τον πολλαπλασιασμό των εθελοντικών ΜΚΟ21 και ακολουθεί, με αρκετή χρονική υστέρηση, τις τάσεις που καταγράφονται στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε.22 Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αυξανόμενη συμμετοχή των πολιτών σε εθελοντικές ΜΚΟ αποτελεί ένα νέο τρόπο κοινωνικής και πολιτικής συμμετοχής που σε μεγάλο βαθμό αντικαθιστά τη συμμετοχή στα κοινωνικά κινήματα των δεκαετιών του '70 και '80 και αναπτύσσεται σταθερά στην ύστερη νεωτερικότητα.

Εκτός από την αριθμητική αύξηση των οργανώσεων παρατηρείται τα τελευταία χρόνια ανάπτυξη των προγραμμάτων εθελοντικής εργασίας, αύξηση της δυνατότητας συμμετοχής, ιδιαίτερα των νέων, σε εθελοντικές υπηρεσίες, αλλά κυρίως αύξηση της διαθεσιμότητας των νέων να συμμετάσχουν σε εθελοντικές δραστηριότητες, η οποία όμως δεν εκφράζεται ακόμα σε πραγματοποίηση των προθέσεων. Την εξέλιξη αυτή ενισχύει επίσης το ενδιαφέρον που άρχισαν να δείχνουν πρόσφατα και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), οι οποίοι εντάσσουν ολοένα και περισσότερα προγράμματα εθελοντικής παροχής υπηρεσιών στο πεδίο δραστηριοποίησής τους. Πολλά προγράμματα χρηματοδοτούνται από κονδύλια της Ε.Ε.23

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας VOLMED, το 1996 η συντριπτική πλειονότητα των εθελοντικών οργανώσεων (91,5%) είχε μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα και χρηματοδοτήθηκε ως επί το πλείστον από εισφορές των μελών τους, ενώ γύρω στο 75% των οργανώσεων έλαβαν επίσης κρατική χρηματοδότηση σε ποσοστό μέχρι ένα τέταρτο του προϋπολογισμού τους. Κρατικές επιχορηγήσεις που ανήλθαν σε περισσότερο από το ένα τέταρτο έως και το 100% του προϋπολογισμού τους έλαβαν γύρω στο 25% των οργανώσεων.24 Το 40% των οργανώσεων είχε καθορίσει ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα ως όριο για τη συμμετοχή των μελών του στην οργάνωση, σε αντίθεση προς το υπόλοιπο 60% που δεν απαιτούσε ελάχιστη υποχρεωτική δραστηριοποίηση.25

Η κατανομή του μεγέθους των οργανώσεων ανάλογα με τον αριθμό των μελών έδειξε ότι υπερτερούσαν οι μικρές οργανώσεις μέχρι 50 μέλη οι οποίες αποτέλεσαν το 65% του συνόλου των εθελοντικών οργανώσεων. Όσες είχαν από 50 έως 100 μέλη ανήλθαν σε 12%, ενώ εκείνες που ξεπέρασαν τα 100 μέλη ανήλθαν σε 23% του συνόλου των οργανώσεων.26

Οι τομείς δραστηριοποίησης ήταν σε αδρές γραμμές τρεις. Ο πρώτος αφορούσε τις φιλανθρωπικές δραστηριότητες που αποτελούν περίπου το 65% του συνόλου των οργανώσεων27. Ο δεύτερος αναφερόταν στην ενασχόληση με διάφορες πολιτιστικές δραστηριότητες (28%) και ο τρίτος στην προστασία του περιβάλλοντος και τις οικολογικές οργανώσεις (27,5%).

Περιληπτικά οι ελληνικές εθελοντικές οργανώσεις είναι κυρίως μη κερδοσκοπικές, καταστατικά κατοχυρωμένες, στην πλειονότητά τους ολιγομελείς, χωρίς αυστηρούς κανόνες συμμετοχής, μη ανήκουσες στην Εκκλησία. Όσον αφορά τους σκοπούς τους υπερτερούν σαφώς οι φιλανθρωπικές και έπονται οι πολιτιστικές και οι περιβαλλοντικές εθελοντικές οργανώσεις.

4.2. Στάσεις και αντιλήψεις αναφορικά με τη συμμετοχή σε εθελοντικές οργανώσεις

Από την πλευρά των πολιτών οι στάσεις και οι αντιλήψεις σχετικά με τον εθελοντισμό και τη συμμετοχή σε εθελοντικές οργανώσεις τα τελευταία χρόνια είναι αμφίθυμες. Από τα στοιχεία που διαθέτουμε και προέρχονται από έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 2000 διαφαίνεται ότι μόλις το 3,8% του συνόλου του δείγματος συμμετείχε σε κάποια εθελοντική οργάνωση συστηματικά, ενώ το 16,1% συμμετείχε περιστασιακά και το 9,4% δήλωσε ότι έχει συμμετάσχει μια φορά σε κάποια ομάδα εθελοντικής προσφοράς εργασίας. Αντίθετα, το 70,1% δήλωσε ότι δε συμμετείχε ποτέ, έστω και μια φορά σε κάποια εθελοντική ομάδα για την επίτευξη ενός σκοπού28

Στην ίδια έρευνα το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής διαφοροποιείται ως προς τη στάση που υιοθέτησαν οι ερωτώμενοι όσον αφορά το εάν έχουν σκεφτεί ποτέ να βοηθήσουν εθελοντικά συνανθρώπους τους που βρέθηκαν σε δύσκολες ή αντίξοες καταστάσεις. Καταγράφεται μια θετική διάθεση, εφόσον 27,3% των ερωτώμενων δήλωσε ότι έχει σκεφτεί πολύ έντονα να προσφέρει εθελοντική εργασία, ενώ 55,9% υποστηρίζει ότι έχει περάσει από το μυαλό του ένας τέτοιος προβληματισμός. Αντίθετα, το 16,2% του συνόλου του δείγματος δεν έχει σκεφτεί την πιθανότητα προσφοράς εθελοντικής εργασίας29. Διαφαίνεται λοιπόν μια λανθάνουσα ευαισθητοποίηση σχετικά με την εθελοντική προσφορά υπηρεσιών και μια τάση αύξησης της διαθεσιμότητας για προσφορά εθελοντικής εργασίας.30

Ισχνή είναι επίσης η αναγνωρισιμότητα των εθελοντικών οργανώσεων. Στην έρευνα της VPRC το 2002 μόνο το 19,5% των ερωτώμενων θυμήθηκε και κατονόμασε αυθόρμητα κάποια από τις μεγάλες εθελοντικές οργανώσεις που δρουν στη χώρα μας, ενώ το υπόλοιπο 80,5% δήλωσε ότι δε θυμάται καμία τέτοια οργάνωση31. Εάν επρόκειτο να προσφέρουν εθελοντική κοινωνική εργασία, η πλειονότητα των ερωτώμενων (61,8%) θα επέλεγε να συνεισφέρει σε φιλανθρωπικές οργανώσεις, το 5,9% σε οργανώσεις με πολιτικούς στόχους (π.χ., πρωτοβουλίες για την ειρήνη, ανθρώπινα δικαιώματα κ.ά.), 5,5% σε αθλητικά σωματεία, ομοσπονδίες και στους Ολυμπιακούς Αγώνες, 9,3% σε οικολογικές οργανώσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και 12,5% δε θα πρόσφερε εθελοντική εργασία.

Τα χαρακτηριστικά των ατόμων που δήλωσαν ότι θα επιθυμούσαν να προσφέρουν εθελοντική εργασία ανάλογα με τον τύπο οργάνωσης που θα επέλεγαν μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα (βλ. Πίνακα 1, παράρτημα):

Οι γυναίκες (66,8%) εμφανώς περισσότερο από τους άνδρες (56,4%) ενδιαφέρονται να συμμετάσχουν σε κάποια εθελοντική οργάνωση κυρίως με φιλανθρωπική δράση. Αντίθετα, οι άνδρες υπερτερούν στην επιλογή οργανώσεων με πολιτικούς, περιβαλλοντικούς ή αθλητικούς σκοπούς.

Οι φιλανθρωπικές οργανώσεις προσελκύουν πρωτίστως τα άτομα μέσης ηλικίας από 25 έως 54 ετών με χαμηλό έως μέσο μορφωτικό επίπεδο, σχεδόν σε ίσο βαθμό ανάλογα με το εάν εργάζονται ή όχι και ανάλογα με τη θέση στο επάγγελμα, όπου υπερτερούν οι νοικοκυρές που ταυτίζουν τη φροντίδα των μελών της οικογένειας με τη φροντίδα προς άλλες κοινωνικές κατηγορίες που αντιμετωπίζουν προβλήματα. Η στάση αυτή είναι ιδιαίτερα ισχυρή στον αγροτικό χώρο (70,5% επιλέγουν τις φιλανθρωπικές οργανώσεις) είτε επειδή στις μικρές κοινωνικές ομάδες η ανάγκη για φιλανθρωπική δράση και αναπλήρωση των ελλείψεων της κρατικής πρόνοιας γίνεται εμφανέστερη και συγχρόνως καθίσταται πιο ορατή στο κοινωνικό σύνολο είτε γιατί η φιλανθρωπικές οργανώσεις έχουν μακρύτερη τοπική ιστορία και βαθύτερες κοινωνικές ρίζες στις τοπικές κοινωνίες. Στον τύπο αυτό εθελοντικής εργασίας προσανατολίζονται συνήθως μέλη οικογενειών με ανήλικα παιδιά, μεσαίων εισοδηματικών κλιμακίων.

Για τις οικολογικές οργανώσεις και τις οργανώσεις για την προστασία του περιβάλλοντος φαίνεται να ενδιαφέρονται άτομα νεαρότερης ηλικίας συνήθως μεταξύ 15 έως και 34 ετών, με μέση και ανώτατη μόρφωση, ως επί το πλείστον ανύπανδροι, συχνά άνεργοι, φοιτητές ή υπάλληλοι του Δημόσιου Τομέα που κατοικούν σε αστικά κέντρα, χρησιμοποιούν συχνά διάφορα μέσα των νέων τεχνολογιών και έχουν σχετικά υψηλό οικογενειακό εισόδημα. Η επιδείνωση των περιβαλλοντικών προβλημάτων είναι προφανές ότι ευαισθητοποιεί περισσότερο τους νέους που μπορούν να ενημερωθούν από πολλές και διαφορετικές πηγές (οι περιβαλλοντικές οργανώσεις χρησιμοποιούν εδώ και αρκετά χρόνια εξαιρετικά αποτελεσματικά το διαδίκτυο ως μέσο επικοινωνίας για να πληροφορήσουν τα μέλη τους και να συντονίσουν τις δράσεις τους, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για διεθνείς οργανώσεις) και να αποκτήσουν γνώσεις αναφορικά με την πολυπλοκότητα των περιβαλλοντικών προβλημάτων32. Η στάση τους αυτή τους κατατάσσει στον πολιτικό χώρο περισσότερο προς την Αριστερά και την Κεντροαριστερά, ένα χώρο που εκφράζει συχνά τον προβληματισμό του για ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος και τηρεί κριτική στάση απέναντι στις ρυπογόνες βιομηχανίες ή τεχνολογίες.

Τέλος, την επιλογή προσφοράς εθελοντικής εργασίας σε αθλητικές οργανώσεις προτιμούν οι πιο νέοι που στην πλειονότητά τους δεν ξεπερνούν την ηλικία των 25 ετών, διαθέτουν συνήθως ανώτερη μόρφωση ή είναι φοιτητές που χρησιμοποιούν συχνά μέσα νέων τεχνολογιών για την επικοινωνία και πληροφόρησή τους. Τα χαρακτηριστικά αυτά ενδεχομένως να ενισχύονται από την καμπάνια προσέλκυσης εθελοντών που διεξάγει η ΟΕΟΑ Αθήνα 2004 ήδη από τις αρχές του 2000, και απευθύνεται κατά κύριο λόγο στους νέους, χρησιμοποιώντας με ελκυστικό και σύγχρονο τρόπο την επικοινωνία μέσω διαδικτύου.

4.3. Νέοι και εθελοντική συμμετοχή

Ο εθελοντισμός είναι μια παράμετρος συμμετοχής στα κοινά που έχει μεγαλύτερη απήχηση στους νέους, οι οποίοι αποτελούν το κομμάτι εκείνο του πληθυσμού που είναι πιο δεκτικό και πιο ευαίσθητο στις κοινωνικές μεταβολές και συνήθως προπορεύεται στις αλλαγές των κοινωνικών στάσεων και αντιλήψεων. Γι' αυτό θα εξεταστούν χωριστά οι στάσεις και αντιλήψεις των νέων σχετικά με τις εθελοντικές οργανώσεις.33

Οι νέοι στη χώρα μας έχουν κατά γενική ομολογία περιορισμένο ελεύθερο χρόνο λόγω του βεβαρημένου εκπαιδευτικού προγράμματος που ακολουθούν οι περισσότεροι. Αν εξετάσει κανείς τις πιο προσφιλείς δραστηριότητες των νέων ηλικίας 15 έως 24 ετών ως σταθερές επιλογές για τη διαμόρφωση του ελεύθερου χρόνου, τότε επιβεβαιώνεται η έντονη κοινωνικότητα των νέων της Ελλάδας που προτιμούν να συναντήσουν τους φίλους τους σε ποσοστό 71,5% το 1997 και σε ελαφρά μειωμένη συχνότητα (68,3%) το 2001. Η μείωση αυτή πιθανώς να οφείλεται στην εντυπωσιακή αύξηση του χρόνου που αφιερώνεται στο διαδίκτυο (από 7,6% το 1997 σε 22,5% το 2001), το οποίο ενδέχεται να υποκαθιστά ορισμένες φορές τη "ζωντανή" επικοινωνία με τους φίλους. Επίσης βλέπουν τηλεόραση (56,7% το 1977 και 57,8% το 2001), ακούν μουσική (56,6% το 1997 και 59,1% το 2001) και αρκετά συχνά ασχολούνται με τον αθλητισμό (38,5% το 1997 και 38,2% το 2001). Αντίθετα, η εθελοντική προσφορά εργασίας αποτελεί την τελευταία επιλογή ως προς τη σταθερή διαμόρφωση του ελεύθερου χρόνου τόσο για το 1997 (6,9%), όσο και για το 2001 (4,1%), στο οποίο καταγράφεται εμφανής μείωση34. Το 1997 η συμμετοχή των νέων σε εθελοντικές οργανώσεις στην Ελλάδα κυμάνθηκε σαφώς κάτω από το μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. (8,0%). Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 2001, οι νέοι στην Ελλάδα καταλαμβάνουν την τελευταία θέση στην προσφορά εθελοντικής εργασίας ανάμεσα σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. (μέσος όρος 7,4%)35. Μια γρήγορη αιτιολόγηση ενδέχεται να εντοπίζεται στην ένταση της οικονομικής κρίσης και στην αύξηση της ανεργίας ιδίως των νέων στη χώρα μας που δημιουργούν ανασφάλεια και δεν επιτρέπουν δραστηριότητες χωρίς αμοιβή.

Η συνολική κοινωνική και πολιτική συμμετοχή των νέων σε όλων των ειδών τις οργανώσεις υπολογίζεται για το 1997 περίπου στο 42,4%. Το 58% των νέων δε συμμετέχει σε κανενός είδους οργάνωση ή σύλλογο. Απ' όσους συμμετέχουν, το 25% επιλέγει μόνο μία οργάνωση, ενώ το 17% συμμετέχει σε περισσότερες από μία οργανώσεις36.

Τα κυριότερα είδη εθελοντικών οργανώσεων στα οποία συμμετέχουν οι νέοι παρουσιάζονται στον πίνακα που ακολουθεί.

Πίνακας 2
Συμμετοχή (είναι μέλη) των νέων ηλικίας 15 έως 24 ετών σε διάφορα είδη οργανώσεων για τα έτη 1997 και 2001 (σε %).


Είδος οργάνωσης Ελλάδα Ευρωπαϊκή
Ένωση
  1997 1997* 2001 1997 2001
Φιλανθρωπικές 3,5 3,0 2,1 4,7 4,5
Θρησκευτικές 2,4 2,0 3,8 8,7 7,6
Πολιτιστικές 5,5 8,0 7,0 5,1 6,2
Συνδικάτα ή κόμμα 1,5 4,0+4,3* 2,0 4,4 3,9
Ανθρώπινα δικαιώματα 0,7 1,7 1,6 1,5 2,2
Περιβαλλοντική
προστασία
4,4 5,1 5,0 5,5 4,8
Νεολαίας
(Πρόσκοποι, Οδηγοί)
2,9 2,9 3,9 7,4 6,7
Καταναλωτικές 0,8 1,1 0,2 0,9 0,9
Αθλητικά σωματεία 15,5 18,7 21,2 27,6 27,7
Ειδικών ενδιαφερόντων
(χόμπι, συλλέκτες)
1,8 6,6 4,5 6,3 6,6
Άλλες οργανώσεις 4,1 - 1,1 3,9 4,8
Δε συμμετέχουν 64,4 - 62,6 47,6 49,9
ΔΑ - - - - -

Πηγή: 1997, Eurobarometer 47.2, The Young Europeans, Bruxelles, spring 1997, σ. 21/160.
1997*, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς και Ινστιτούτο VPRC, Οι νέοι του καιρού μας. Αξίες, στάσεις και αντιλήψεις της Ελληνικής νεολαίας (1997-1999), εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2000, σ. 143.
2001, Eurobarometer 55.1, Young Europeans in 2001. Results of a European Opinion Poll, Bruxelles, 2001, σ. 13-14.


Είναι σαφές ότι πρώτη προτίμηση των νέων όσον αφορά το είδος οργάνωσης για εθελοντική προσφορά εργασίας αποτελούν τα αθλητικά σωματεία και οι ομοσπονδίες αθλημάτων, ακολουθούν οι πολιτιστικές και έπονται οι οργανώσεις για την προστασία του περιβάλλοντος. Οι φιλανθρωπικές οργανώσεις δεν αποτελούν την πρώτη επιλογή στους νέους.


5. Ολυμπιακοί εθελοντές: Μια νέα δυνατότητα προώθησης της εθελοντικής συμμετοχής;

Η διοργάνωση των ΟΑ μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο βασίζεται απόλυτα στη συνεισφορά των εθελοντών. Είναι αδύνατο να διεξαχθούν Ολυμπιακοί Αγώνες μόνο με αθλητές, γιατί τότε δεν θα ήταν Ολυμπιακοί Αγώνες, αλλά κάποια άλλη αθλητική διοργάνωση. Χωρίς τους εθελοντές δεν είναι δυνατό να υπάρξει το Ολυμπιακό Κίνημα, το οποίο αποτελεί την κινητήριο δύναμη συμμετοχής στο μεγαλύτερο αθλητικό και πολιτιστικό γεγονός με παγκόσμια εμβέλεια και αναγνωρισιμότητα.37

Η έννοια του εθελοντή στους Ολυμπιακούς Αγώνες (ΟΑ), όπως διατυπώθηκε στην επίσημη απολογιστική έκθεση για τους ΟΑ στη Βαρκελώνη το 1992, είναι παρεμφερής με τη γενικότερη αντίληψη περί εθελοντών και συγκεκριμενοποιείται ως εξής: "Ο εθελοντής ΟΑ είναι ένα άτομο που λαμβάνει την αλτρουιστική απόφαση να δεσμευτεί προσωπικά, να συνεργαστεί όσο καλύτερα μπορεί για τη διοργάνωση των ΟΑ, και αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει τα καθήκοντα που του ανατίθενται χωρίς να αμείβεται ή να λαμβάνει ανταμοιβή οποιουδήποτε είδους"38.

Θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι από τις αρχές της δεκαετίας του '80 αρχίζει μια νέα περίοδος για τη διοργάνωση των ΟΑ, όπου η αυξανόμενη συμμετοχή των εθελοντών, καθώς και των τηλεθεατών στην παρακολούθηση των Αγώνων από τα ΜΜΕ δίνουν την ευκαιρία της "έμμεσης συμμετοχής" σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό ατόμων που δεν είναι αθλητές και εξασφαλίζουν την παγίωση της διεθνούς υποστήριξης της διοργάνωσης. Η συμμετοχή των ολυμπιακών εθελοντών είχε σταθερή αυξητική πορεία στη δεκαετία του '90 μέχρι το 2000, όπου παρατηρείται μια ελαφρά στασιμότητα. Η στασιμότητα αυτή δεν οφείλεται στην έλλειψη διάθεσης για συμμετοχή, αλλά πρωτίστως στην αποτίμηση κόστους/οφέλους της εθελοντικής εργασίας, η οποία οδήγησε στο να καθοριστούν με μεγαλύτερη ακρίβεια οι ανάγκες σε εθελοντική και σε αμειβόμενη εργασία.

Πίνακας 3:
Αριθμός εθελοντών στους θερινούς και χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες.


Πόλη Αριθμός εθελοντών Διαφορά σε %
Θερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες
Los Angeles 1984 28.742  
Seoul 1988 27.221 -5,3
Barcelona 1992 34.548 26,9
Atlanta 1996 47.466 37,4
Sydney 2000 46.967 -1,1
 
Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες
Lake Placid 1980 6.703  
Sarajevo 1984 10.450 35,9
Calgary 1988 9.498 -10,0
Albertville 1992 8.647 -9,8
Lillehammer 1994 9.054 4,5
Nagano 1998 32.579 73,5
Salt Lake City 2002 22.000 -48,1

Πηγή: 1980-1998: M. de Moragas, A. Belen Moreno and R. Paniagua, "The Evolution of Volunteers at the Olympic Games", M. de Moragas, A. Belen Moreno, N. Puig (eds.), Volunteers, Global Society and the Olympic Movement, International Olympic Committee, Lausanne, σ.144-145.
2000: http://www.olympic.org/uk/games/past/index uk.asp?OLGT=1&OLGY=2000.
2002: http://www.olympic.org/uk/games/past/index uk.asp?OLGT=1&OLGY=2002.


Με αυτά τα δεδομένα η προσέλκυση εθελοντών για την υποστήριξη των ΟΑ της Αθήνας καθίσταται πρόβλημα μείζονος σημασίας για την επιτυχία τους, μιας που ένα μεγάλο μέρος της διοργάνωσης, του κόστους, αλλά και των εντυπώσεων κρίνεται από τη συμμετοχή και την απόδοση των ολυμπιακών εθελοντών. Για την Ελλάδα, μια χώρα στην οποία η εθελοντική προσφορά εργασίας δεν αποτελεί διαδεδομένη πρακτική κοινωνικής συμμετοχής, η προσέλκυση εθελοντών πρέπει να σχεδιαστεί λεπτομερώς, όχι μόνον όσον αφορά τις διάφορες ειδικότητες που χρειάζονται, αλλά επίσης σε σχέση με τις προσδοκίες που τρέφουν οι επίδοξοι εθελοντές και την κοινωνική σημασία που επωμίζονται. Σημασία που δεν εξαντλείται στην επιτυχή διοργάνωση των ΟΑ, αλλά επεκτείνεται στη δημιουργία θετικής εμπειρίας όσον αφορά τη συμμετοχή σε εθελοντική βάση για την επίτευξη κάποιου συλλογικού σκοπού ή αιτήματος.

5.1 Ενδιαφέρον για εθελοντική συμμετοχή

Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε η Διεύθυνση Εθελοντών της ΟΕΟΑ Αθήνα 2004 το Νοέμβριο του 200239 για τα χαρακτηριστικά όσων είχαν δηλώσει μέχρι τότε συμμετοχή στους εθελοντές, ο συνολικός αριθμός αιτήσεων ανήλθε σε 45.000, ενώ στόχος του προγράμματος είναι να φτάσει συνολικά τις 120.000 αιτήσεις για να χρησιμοποιηθούν τελικά γύρω στους 50.000 εθελοντές. Πάνω από τους μισούς που υπέβαλαν αίτηση ήταν γυναίκες (56,0%), περίπου ένας στους τέσσερις ήταν άτομο κάτω των 22 ετών (22%), σχεδόν οι μισοί είχαν ηλικία μεταξύ 25 και 34 ετών (42%), πάνω από ένα τέταρτο (27%) ήταν μεταξύ 35 και 44 ετών, και 9% πάνω από 45 ετών. Πάνω από το ένα τρίτο διαθέτει προηγούμενη εθελοντική εμπειρία (35%), ενώ οι υπόλοιποι (65%) προτίθενται να προσφέρουν για πρώτη φορά εθελοντική εργασία. Επίσης, το ένα τρίτο περίπου (35%) χρησιμοποιεί το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο για να επικοινωνήσει με την ΟΕΟΑ και τα δύο τρίτα ( 65%) το ταχυδρομείο.

Οι προτιμήσεις σχετικά με τον τομέα που θα ήθελαν να απασχοληθούν είναι χαρακτηριστικές τόσο της όλης διοργάνωσης όσο και της νεαρής ηλικίας των αιτούντων. Ένας στους δύο (50,4%) προτιμά να βοηθήσει εθελοντικά στα αθλήματα, πάνω από το ένα τρίτο (36,3%) στις τελετές έναρξης και λήξης, γύρω στο ένα τέταρτο στις δημόσιες σχέσεις (26,6%) και στις διεθνείς σχέσεις (24,2%). Οι υπόλοιπες θέσεις που δεν έχουν άμεση σχέση με την τέλεση των αγώνων ή δεν έρχονται σε άμεση επαφή με άλλα άτομα δεν ξεπερνούν το 10% των προτιμήσεων. Είναι προφανές ότι το στοιχείο της γιορτής και της συμμετοχής σε μια ενασχόληση με ψυχαγωγικό κυρίως χαρακτήρα κυριαρχεί στις επιλογές των υποψηφίων εθελοντών, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι δεν υπάρχει ισχυρή εθελοντική συνείδηση η οποία θα ωθούσε τους αιτούντες να δεχτούν να συνεισφέρουν αμισθί ακόμα και σε μη θελκτικές θέσεις ή κάτω από αντίξοες συνθήκες.

Σε δύο έρευνες που διεξήγαγε η VPRC το 2001 και το 2002 τέθηκε το ερώτημα κατά πόσο ενδιαφέρονται οι ερωτώμενοι να βοηθήσουν εθελοντικά στους ΟΑ του 2004.

Πίνακας 4:
Ενδιαφέρον για προσφορά εθελοντικής βοήθειας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 (σε %).


Ενδιαφέρον για εθελοντική βοήθεια
στους Ολυμπιακούς Αγώνες
2001 2002
Ενδιαφέρομαι πολύ 9,5 8,1
Μάλλον ενδιαφέρομαι 15,4 12,3
Ενδιαφέρομαι λίγο 16,0 15,5
Δεν ενδιαφέρομαι 55,4 62,5
Δε γνωρίζω/δεν απαντώ 3,7 1,6
Σύνολο 100,0 100,0

Πηγή: 2001: Ινστιτούτο VPRC, έρευνα "Κοινωνικό Βαρόμετρο".
2002: Ινστιτούτο VPRC, έρευνα "Ο Οδηγισμός στην Ελλάδα", Μάιος 2002.


Η κατανομή των απαντήσεων, όπως φαίνεται στον παραπάνω πίνακα, εμφανίζει μείωση της συνολικής διαθεσιμότητας για το έτος 2002, γεγονός αρκετά ανησυχητικό, αν αναλογιστεί κανείς ότι όσο πλησιάζει η ημερομηνία έναρξης των Αγώνων τόσο περισσότερο εντείνονται οι προσπάθειες και η καμπάνια προσέλκυσης εθελοντών και συνεπώς θα αναμενόταν να αυξηθεί αντίστοιχα η διάθεση για εθελοντική συμμετοχή. Το διαφαινόμενο κλίμα δυσπιστίας ενδέχεται να πηγάζει από τη συγκρατημένη προς το παρόν στάση των πολιτών να αποφασίσουν να ενταχθούν σε εθελοντικές οργανώσεις γενικότερα και από την εικόνα ενός "ατελείωτου εργοταξίου" που δίνεται από τα ΜΜΕ όταν αναφέρονται στην προετοιμασία των ΟΑ. Επίσης, για πολλούς που αρέσκονται να αποφασίζουν την τελευταία στιγμή, ενάμισης χρόνος πριν από τους Αγώνες είναι πολύ νωρίς για να αποφασίσουν εάν θα υποβάλουν αίτηση ή όχι.

Το γενικότερο ενδιαφέρον που ενυπάρχει στους Έλληνες πολίτες σχετικά με τη διάθεση για προσφορά εθελοντικής βοήθειας στους ΟΑ αποτυπώνεται σε συνάρτηση με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των ερωτώμενων στην έρευνα της VPRC το 2002 και συνοψίζεται ως εξής (βλ. Πίνακα 5, παράρτημα):

Περίπου 65% του συνόλου του δείγματος δεν ενδιαφέρεται να βοηθήσει εθελοντικά ή δεν απάντησε. Απ' όσους δηλώνουν ότι ενδιαφέρονται πολύ έως αρκετά να βοηθήσουν εθελοντικά στους ΟΑ, τα ποσοστά των ανδρών και των γυναικών είναι περίπου τα ίδια (19,5% και 21,1% αντίστοιχα). Και πάλι οι πιο νέοι ηλικιακά (μεταξύ 15 και 24 ετών) διατυπώνουν πιο έντονο ενδιαφέρον, ενώ τα άτομα ηλικίας από 35 ετών και άνω δηλώνουν ότι ενδιαφέρονται όλο και λιγότερο όσο αυξάνει η ηλικία τους. Προφανώς ο αθλητισμός και οι ΟΑ αποτελούν ενασχόληση που συνδέεται άμεσα με την ηλικία. Πιο έντονο ενδιαφέρον εκδηλώνουν οι κάτοικοι των αστικών κέντρων, εκείνοι που διαθέτουν υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, αλλά και εισοδήματα, έχουν ήδη κάποια εργασία, χρησιμοποιούν πολύ συχνά μέσα νέων τεχνολογιών για την επικοινωνία τους, είναι είτε ανύπανδροι είτε παντρεμένοι με ανήλικα παιδιά και αυτοτοποθετούνται σε μεγαλύτερο ποσοστό στην Αριστερά και στο Κέντρο όσον αφορά τις πολιτικές τους πεποιθήσεις.40

5.2. Λόγοι εθελοντικής συμμετοχής

Οι πιθανότεροι λόγοι για τους οποίους οι ερωτώμενοι θα επιθυμούσαν να συμμετάσχουν εθελοντικά στους ΟΑ συνοψίζονται στον ακόλουθο πίνακα:

Πίνακας 6:
Σημαντικότερος λόγος εθελοντικής συμμετοχής στους Ολυμπιακούς Αγώνες 2004 για τα έτη 2001 και 2002 (σε %).


Σημαντικότερος λόγος εθελοντικής
συμμετοχής στους Ολυμπιακούς Αγώνες*
2001 2002
Να πετύχουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες 35,4 46,6
Να συμμετάσχω στη συγκίνηση των Ολυμπιακών Αγώνων 26,8 26,7
Επαγγελματική εμπειρία 11,4 13,0
Να βγάλω λεφτά 7,7 4,9
Να ξεναγήσω επισκέπτες στα καλύτερα μέρη της Ελλάδας 6,1 2,4
Καλή ευκαιρία να γνωρίσω κόσμο και να βρεθώ με φίλους 3,7 2,4
Να καταφέρω να ταξιδέψω 0,8 2,0
Να δω από κοντά κάποια ολυμπιακά αγωνίσματα 6,5 1,6
Δε γνωρίζω/δεν απαντώ 1,6 0,4
Σύνολο 100,0 100,0


* Καταμετρήθηκαν οι απαντήσεις "ενδιαφέρομαι πολύ" και "μάλλον ενδιαφέρομαι".

Πηγή: 2001: Ινστιτούτο VPRC, έρευνα "Κοινωνικό Βαρόμετρο".
2002: Ινστιτούτο VPRC, έρευνα "Ο Οδηγισμός στην Ελλάδα", Μάιος 2002.


Είναι εμφανές ότι όσο πλησιάζουν οι Αγώνες και γίνεται περισσότερο κατανοητή η διεθνής σημασία τους για τη χώρα τόσο επικρατούν περισσότερο ιδεαλιστικές απόψεις σχετικά με την προσωπική εμπλοκή του καθενός, όπως π.χ., το ενδιαφέρον να πετύχουν οι ΟΑ ή να βιώσουν προσωπικά τη συγκίνηση. Τα υλιστικά κίνητρα συμμετοχής (π.χ. να βγάλω λεφτά, να δω από κοντά κάποιο αγώνισμα κ.λπ.) υποχωρούν, ίσως γιατί διαγράφονται πλέον καθαρότερα τα περιθώρια και οι όροι με τους οποίους θα μπορούσε να συμμετάσχει κανείς στο όλο εγχείρημα των ΟΑ.

Ειδικότερα οι άνδρες φαίνεται να επηρεάζονται περισσότερο από ιδεαλιστικά κίνητρα συμμετοχής, δεδομένου ότι το 82,8% δηλώνει ότι ο σημαντικότερος λόγος συμμετοχής γι' αυτούς είναι η επιτυχία των Αγώνων και η συμμετοχή στη συγκίνηση και στα αθλήματα (βλ., Πίνακα 7, παράρτημα). Αντίθετα, οι γυναίκες υποκινούνται λιγότερο από ιδεαλιστικά κριτήρια (68,9%) και προσδοκούν περισσότερο απ' ό,τι οι άνδρες να αποκτήσουν κάποια επαγγελματική εμπειρία ή να αμειφθούν χρηματικά (21,8%).

Η επιτυχία των ΟΑ αποτελεί το σημαντικότερο λόγο εθελοντικής συμμετοχής κυρίως για τους εφήβους ηλικίας 15 έως 17 ετών (64,8%) και για τους ηλικιωμένους από 55 ετών και άνω, κατά κύριο λόγο συνταξιούχους και νοικοκυρές, για τα άτομα με μέσο εκπαιδευτικό επίπεδο (52,8%) που διαμένουν σε αστικές περιοχές και μάλιστα στο Λεκανοπέδιο Αττικής και έχουν χαμηλό έως μεσαίο μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα. Πολιτικά αυτοτοποθετούνται στην πλειονότητά τους στη Δεξιά (65,9%).

Η συμμετοχή στη συγκίνηση των Αγώνων και η παρακολούθηση κάποιου αθλήματος από κοντά ενδιαφέρει σχεδόν τις περισσότερες ηλικιακές ομάδες από 25 έως και 54 ετών, τα άτομα με ανώτερο μορφωτικό επίπεδο και ειδικότερα τους φοιτητές, και εκείνους που πολιτικά τοποθετούνται περισσότερο προς την Αριστερά και την Κεντροαριστερά.

Η επαγγελματική εμπειρία και τα οικονομικά οφέλη θέλγουν περισσότερο τα νεαρότερα άτομα ηλικίας 18 έως 34 ετών, κυρίως ανύπανδρα, τους ανέργους και τους φοιτητές που στην πλειονότητά τους δεν εργάζονται και ανήκουν στα χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια. Ίσως μέσα από την εθελοντική συμμετοχή στους ΟΑ να προσδοκούν να διευρύνουν τον κύκλο γνωριμιών καθώς επίσης τις εμπειρίες τους, με σκοπό να βελτιώσουν τις δυνατότητες μελλοντικής επαγγελματικής αποκατάστασης. Τέλος, τα ταξίδια και οι καινούριες γνωριμίες αποτελούν κίνητρο εθελοντικής συμμετοχής για τους εφήβους (20,5%), για τους φοιτητές (12,0%) και για άτομα προερχόμενα κυρίως από αγροτικές περιοχές (14,3%) που με τις μετακινήσεις φιλοδοξούν να αποκτήσουν καινούριες φιλίες που θα τους επιτρέψουν να ξεφύγουν λίγο από το καθημερινό κλειστό κοινωνικό περιβάλλον των αγροτικών περιοχών.

5.3 Προβλήματα για εθελοντική συμμετοχή

Τα μεγαλύτερα προβλήματα που αποτελούν εμπόδιο για κάποιους στο να γίνουν ολυμπιακοί εθελοντές παρουσιάζονται στον ακόλουθο πίνακα:

Πίνακας 8:
Ανασταλτικοί λόγοι για εθελοντική συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 για τα έτη 2001 και 2002 (σε %).


Ανασταλτικοί λόγοι για εθελοντική συμμετοχή
στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004
2001 2002
Δύσκολο να πάρω χρόνο από τη δουλειά μου 20,5 20,9
Δύσκολο να διαθέσω χρόνο μακριά από την οικογένειά μου 21,6 20,6
Το κόστος διαμονής σε διαφορετική πόλη 15,0 16,1
Δυσκολία να μιλήσεις άλλες γλώσσες εκτός από ελληνικά 7,7 9,2
Ηλικία, ή περιορισμένες σωματικές αντοχές 14,1 8,9
Έλλειψη ενημέρωσης για τρόπο προσφοράς εθελοντικής εργασίας 6,6 5,9
Μετακίνηση προς τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις 4,2 5,7
Έλλειψη των απαραίτητων προσόντων για εθελοντισμό 4,7 4,7
Ανεύρεση καταλύματος κοντά στις ολυμπιακές εγκαταστάσεις 2,1 3,7
Διαφωνώ με τους Ολυμπιακούς Αγώνες - 2,0
Δε γνωρίζω/δεν απαντώ 3,5 2,3
Σύνολο 100,0 100,0

Πηγή: 2001: Ινστιτούτο VPRC, έρευνα "Κοινωνικό Βαρόμετρο".
2002: Ινστιτούτο VPRC, έρευνα "Ο Οδηγισμός στην Ελλάδα", Μάιος 2002.


Οι ανασταλτικοί παράγοντες για την προσέλκυση εθελοντών δε φαίνεται να επηρεάζονται σημαντικά από την πάροδο του χρόνου. Μάλλον πρόκειται για πάγιες δυσκολίες οργάνωσης του ελεύθερου χρόνου και των ατομικών επιλογών. Εξαίρεση αποτελεί η έλλειψη ενημέρωσης, η οποία μέσα σ' ένα χρόνο μειώνεται, δεδομένου ότι τόσο η καμπάνια προβολής του ολυμπιακού εθελοντισμού από την ΟΕΟΑ Αθήνα 2004 όσο και η παράλληλη προβολή του θέματος από τα ΜΜΕ φαίνεται ότι καλύπτουν τις ανάγκες ενημέρωσης των ενδιαφερομένων.

Ο κυριότερος λόγος που εμποδίζει τα περισσότερα άτομα να δηλώσουν εθελοντική συμμετοχή στους ΟΑ είναι η έλλειψη χρόνου είτε λόγω συνθηκών εργασίας είτε εξαιτίας των υποχρεώσεων που σχετίζονται με την οικογένεια, και ξεπερνά το 40% του συνόλου των απαντήσεων. Δεύτερος κατά σειρά ανασταλτικός λόγος είναι το κόστος που συνεπάγεται η συμμετοχή και εκφράζεται σε έξοδα διαμονής, μετακίνησης κ.λπ., και καλύπτει γύρω στο ένα τέταρτο των απαντήσεων. Περίπου το ίδιο σημαντικές αιτίες που εμποδίζουν την προσφορά εθελοντικής εργασίας είναι εκείνες που σχετίζονται με διάφορες ατομικές δυσκολίες, όπως π.χ. η ηλικία, οι σωματικές αντοχές, η δυσκολία επικοινωνίας σε κάποια ξένη γλώσσα κ.ά., και συνολικά αποτελούν γύρω στο 23% του συνόλου των απαντήσεων.

Οι δυσκολίες που απορρέουν από τη γενικότερη οργάνωση των κοινωνικών και εργασιακών σχέσεων της ελληνικής κοινωνίας καθρεφτίζονται και στη δημογραφική κατανομή των προβλημάτων που εμποδίζουν την εθελοντική συμμετοχή (βλ. Πίνακα 9, παράρτημα).

Συνοπτικά ο ενεργός πληθυσμός και ιδιαίτερα οι εργοδότες και οι αυτοαπασχολούμενοι καθώς και οι εργαζόμενοι σε μισθωτή απασχόληση που ζουν στα αστικά κέντρα διαθέτουν κυρίως μέση και ανώτερη μόρφωση, ανήκουν στις ηλικιακές κατηγορίες μεταξύ 25 και 54 ετών, είναι οικογενειάρχες και κατατάσσονται στα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια αναφέρουν την έλλειψη χρόνου ως το μεγαλύτερο εμπόδιο για τη συμμετοχή τους ως εθελοντές στους ΟΑ σε ποσοστά από 40% έως 50%.

Τα έξοδα που συνεπάγεται η εθελοντική συμμετοχή προβληματίζουν περισσότερο τους νέους ηλικίας 15 έως 24 ετών, τους ανέργους ή τους φοιτητές, τα άτομα που προέρχονται από την επαρχία και κυρίως εκείνα που έχουν χαμηλό μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα. Είναι προφανές ότι για τα άτομα αυτά που δεν έχουν οικονομική ευχέρεια, είτε γιατί είναι νέοι είτε γιατί δεν εργάζονται, η αμοιβή της εργασίας είναι σημαντική για τη διαβίωσή τους. Ατομικές δυσκολίες αναφέρουν ως εμπόδιο συνήθως οι ηλικιωμένοι πάνω από 55 ετών, και ιδιαίτερα οι συνταξιούχοι, οι διαζευγμένοι και εκείνοι που διαθέτουν χαμηλό μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα.


6. Συμπεράσματα

Έχει λεχθεί κατά κόρον ότι η Ελλάδα αλλάζει τα τελευταία δέκα χρόνια και προσαρμόζεται με ταχύτατους ρυθμούς προς τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα φιλελεύθερης κοινωνικής οργάνωσης. Τούτο είναι πλέον φανερό σε πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής. Ριζικές τομές αναφορικά με τις πρακτικές και τις νοοτροπίες του παρελθόντος αναζωπυρώνουν συζητήσεις, προβληματίζουν τους πολίτες και τους διακρίνουν σε "εκσυγχρονιστές" και "παραδοσιακούς". Ο διαχωρισμός αυτός δεν περιορίζεται στο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο. Αντίθετα, φαίνεται ότι επηρεάζει βαθύτατα όλες τις εκφάνσεις των κοινωνικών σχέσεων και ιδίως τις κοσμοαντιλήψεις και τις προτεραιότητες που θέτει η νέα γενιά.

Οι νέοι υποστηρίζουν ολοένα και πιο ρητά, με ολοένα μεγαλύτερη εμμονή, νέα πρότυπα και συμπεριφορές που διαφοροποιούνται σημαντικά από εκείνες των προηγούμενων γενεών. Η χαμένη εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς και τους πολιτικούς, τα ατομοκεντρικά, συχνά αμοραλιστικά πρότυπα συμπεριφοράς που σε περιόδους οικονομικής ύφεσης δεν αποδεικνύονται ως τα πλέον λυσιτελή, έχουν δημιουργήσει ένα αίσθημα ανασφάλειας και απαισιοδοξίας που τα τελευταία χρόνια αναζητά διεξόδους σε διαφόρων ειδών ατομικές ή συλλογικές δράσεις, μακριά από τις παλιές πρακτικές και τους φθαρμένους πολιτικούς θεσμούς που δεν απέφεραν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.

Κάτω από την οπτική αυτή θα πρέπει να ειδωθεί η αντιφατική και αμφίθυμη στάση των Ελλήνων αναφορικά με τον εθελοντισμό και τις ΜΚΟ. Από τη μια πλευρά οι Έλληνες θεωρούν τον εθελοντισμό και τις ΜΚΟ σημαντική κοινωνική συνεισφορά και δυνατότητα για κοινωνική συμμετοχή που αξίζει να ενισχυθεί. Από την άλλη, δε συμμετέχουν ενεργά σ' αυτές.

Σ' αυτή τη συγκυρία οι Ολυμπιακοί Αγώνες ίσως θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια ευχάριστη "προθέρμανση" για μελλοντική θετική αντιμετώπιση των εθελοντικών ΜΚΟ. Όμως, ο ελλιπής σχεδιασμός της εκστρατείας προώθησης της ιδέας του ολυμπιακού εθελοντισμού και η σχεδόν "εργαλειακή" αντιμετώπιση της προσέλκυσης και της αξιοποίησης των εθελοντών, που δε συνοδεύονται από κάποιο ευρύτερο ιδεολογικό όραμα -εκτός από την αντίληψη της συμμετοχής στο αθλητικό γεγονός και της ελληνικότητας της διοργάνωσης των Αγώνων-, δε συνεισφέρουν κατά κανένα τρόπο στη ενίσχυση της εθελοντικής δράσης στη χώρα μας. Για άλλη μια φορά οι παραδοσιακοί πολιτικοί θεσμοί που εμπλέκονται στη διοργάνωση των ΟΑ εμφανίζονται ανίκανοι να διαγνώσουν και να διαχειριστούν τις νέες τάσεις για συλλογική ενεργοποίηση των πολιτών και αφήνουν μια εξαιρετική ευκαιρία να πάει χαμένη.

Παράλληλα, οι ΜΚΟ δεν έχουν ακόμα διαμορφώσει μια δική τους αυτόνομη ταυτότητα και -με εξαίρεση τον τομέα της φιλανθρωπίας- δεν έχουν αναπτύξει σημαντικό έργο και γι' αυτό δεν έχουν κατοχυρωθεί στη συνείδηση των πολιτών ως φορείς κοινωνικής συμμετοχής ή πολιτικής πίεσης προς το κράτος. Επίσης, δεν αποτελούν προς το παρόν ρεαλιστική εναλλακτική λύση συλλογικής δράσης για την πλειονότητα των πολιτών και γι' αυτό έχουν χαμηλή αναγνωρισιμότητα από το ευρύ κοινό.

Παράλληλα παρατηρείται ότι αυξάνεται το κρατικό ενδιαφέρον για υποστήριξη των εθελοντικών οργανώσεων, το οποίο εκδηλώνεται με πιο ενεργή υποστήριξη του κοινωνικού τους ρόλου. Η στάση αυτή ενισχύεται επίσης από την πολιτική υποστήριξη προς τις ΜΚΟ που ακολουθεί η Ε.Ε. μετά το 1997 στον τομέα της διεθνούς αναπτυξιακής συνεργασίας και βοήθειας. Παρ' όλα αυτά, οι ΜΚΟ στην Ελλάδα δεν έχουν ακόμα κατακτήσει το ρόλο του επίσημου συνομιλητή στις διάφορες διαπραγματεύσεις τους με το κράτος και τους κοινωνικούς φορείς και δε συμμετέχουν συστηματικά στη διαμόρφωση του κοινωνικού διαλόγου. Πολλές πολιτικές οργανώσεις, μολονότι μειώνεται διαρκώς η επίδραση που ασκούν στα διάφορα κοινωνικά στρώματα, επιμένουν να αγνοούν, να μην αναγνωρίζουν τις ΜΚΟ και να μην αποζητούν συνεργασίες για την επίτευξη κοινών στόχων. Αποτελεί ζήτημα πρωταρχικής σημασίας να ρυθμιστεί η εκπροσώπηση των ΜΚΟ ως αυτόνομων και ανεξάρτητων από το κράτος φορέων στις διάφορες διαπραγματεύσεις. Αλλιώς δε θα μπορέσουν οι οργανώσεις αυτές να ξεπεράσουν τα εγγενή δομικά και οργανωτικά προβλήματα που τις διέπουν και να αποτελέσουν πρόσφορη εναλλακτική μορφή πολιτικής συμμετοχής.

Οι αλλαγές στις στάσεις, τις αντιλήψεις και τις νοοτροπίες των ανθρώπων αποτελούν μια χρονοβόρα και επώδυνη διαδικασία που απαιτεί, εκτός από ενημέρωση, κοινωνική εγρήγορση και αυτογνωσία. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η διαδικασία αυτή έχει ήδη αρχίσει να εκφράζεται από μια μερίδα πολιτών και εντονότερα από τους νέους. Η Ελλάδα έχει πλέον εισέλθει σε τροχιά ουσιαστικών κοινωνικών μεταβολών και μοιραία θα ακολουθήσει σε γενικές γραμμές την αναπτυξιακή κατεύθυνση των υπολοίπων κρατών της Ε.Ε. Η προοπτική προβλέπεται μάλλον ευοίωνη για την ανάπτυξη των εθελοντικών οργανώσεων και των πάσης φύσεως ΜΚΟ. Για να υπάρξει όμως θετική εξέλιξη στην ανάπτυξη των ΜΚΟ, θα πρέπει η προοπτική αυτή να αντιμετωπιστεί συστηματικά και με σαφείς στόχους τόσο από τα μέλη των οργανώσεων όσο και από την κρατική πολιτική.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΙΝΑΚΩΝ



1 Η θέση συστάθηκε το Μάιο του 2000 με στόχο να συντονίσει τις διάφορες δραστηριότητες των ολοένα αυξανόμενων εθελοντικών, μη κυβερνητικών οργανώσεων στην Ελλάδα με εξαίρεση την προσέλκυση και την επιλογή εθελοντών για τους ΟΑ η οποία παραμένει στην αρμοδιότητα της ΟΕΟΑ Αθήνα 2004

2 Ο Ν. 2646/20.10.1998 περί Ανάπτυξης του εθνικού συστήματος φροντίδας και άλλες διατάξεις, άρθρο 12, αναφέρεται στην ανάπτυξη του εθελοντισμού και προβλέπει τη σύσταση ενός ανεξάρτητου Τμήματος Ανάπτυξης Εθελοντισμού στο Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας. Ο Ν. 2731/5.7.1999 περί Ρύθμισης θεμάτων κρατικής αναπτυξιακής συνεργασίας και βοήθειας, ρύθμισης θεμάτων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων και άλλες διατάξεις αφορά τις διεθνείς οργανώσεις αναπτυξιακής βοήθειας οι οποίες χρηματοδοτούνται και εποπτεύονται από το Υπουργείο Εξωτερικών. Τέλος, με την υπουργική απόφαση (αριθ. Γ.Π. οικ. 9287, ΦΕΚ 1268/1.10.2001) ρυθμίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, η διαδικασία, τα κριτήρια κ.ά. που απαιτούνται προκειμένου να χορηγηθεί η ειδική πιστοποίηση σε φορείς παροχής κοινωνικής φροντίδας ιδιωτικού μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα για να δικαιούνται να λάβουν κρατική επιχορήγηση.

3 Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι για τις περισσότερες έννοιες-κλειδιά, όπως π.χ. κοινωνία των πολιτών, κοινωνικό κεφάλαιο, ΜΚΟ, εθελοντισμός κ.ά., οι οποίες προσπαθούν να αποτυπώσουν και να αναλύσουν τις νέες κοινωνικές εξελίξεις και συμπεριφορές, δεν υπάρχουν κοινά αποδεκτοί ορισμοί, παρ' όλο που η διεθνής βιβλιογραφία είναι αρκετά πλούσια. Κι αυτό επειδή τα νέα κοινωνικά φαινόμενα αφενός μεταβάλλονται ταχύτατα και, αφετέρου, έχουν "πολυσημική" διάσταση, δηλαδή αποκτούν διαφορετικό περιεχόμενο ανάλογα με τις κοινωνίες ή τις συνθήκες στις οποίες απευθύνονται.

4 Για μια σύντομη παρουσίαση των θεωριών σχετικά με την έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου πρβλ. μεταξύ άλλων, P. Dekker (2001), "Social Capital in Neighborhoods and Local Political Involvement", paper presented at Euresco Conference "Social Capital: Interdisciplinary Ρerspectives", Exeter, 15-20 September 2001, σ. 1-21, και C. Trigilia (2001), "Social Capital and Local Development", European Journal of Social Theory, τόμος 2, τεύχος 4, σ. 3-27. Ο Bourdieu αναφέρθηκε στο ατομικό κοινωνικό κεφάλαιο, δηλαδή σε διασυνδέσεις ατόμων μεταξύ τους στο πλαίσιο μια ταξικής κοινωνίας, ενώ ο Putnam εννοεί ως κοινωνικό κεφάλαιο χαρακτηριστικά κοινωνικής οργάνωσης, όπως π.χ. εμπιστοσύνη, κανόνες και δίκτυα, τα οποία μπορούν να βελτιώσουν την αποδοτικότητα μιας κοινωνίας επειδή διευκολύνουν τη συντονισμένη δράση. Η προσέγγιση αυτή υπογραμμίζει τη σημασία που αποκτούν οι κοινωνικές σχέσεις και τα κοινωνικά δίκτυα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Πρβλ., P. Bourdieu (1986), "The Forms of Capital", J. G. Richardson (ed.), Handbook of Theory and Research for Sociology of Education, New York Greenwood Press, J. S. Coleman (1990), Foundations of Social Theory, Cambridge, Harvard University Press, R. Putnam (1993), "The Prosperous Community: Social Capital and Public Life", The American Prospect, τόμος 4, τεύχος 13, και του ιδίου, (1995), "Tuning In, Tuning Out: The Strange Disappearance of Social Capital in America", PS: Political Science and Politics, τόμος 28, τεύχος 4, σ. 664-683. Κριτική της θεώρησης αυτής ασκείται στο άρθρο των, A. Portes and P. Landolt (1996), "Unsolved Mysteries: The Tocquville Files II", The American Prospect, τόμος 7, τεύχος 26, σ. 1-9.

5 Δεδομένου ότι δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός παρατίθενται ορισμένα δημοσιεύματα προς συγκριτική μελέτη του φαινομένου, Ν. Bobbio (1998), "Κοινωνία των πολιτών", Κοινωνία των Πολιτών, τεύχος 1, σ. 57-70, M. Walzer (2000), "Η θέση για μία κοινωνία των πολιτών", Κοινωνία των Πολιτών, τεύχος 5, σ. 32-45, Δ. Δημητράκος (2002), "Η ιδέα της κοινωνίας των πολιτών", Α. Μακρυδημήτρης, Κράτος και κοινωνία των πολιτών, Αθήνα Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις, σ. 19-32.

6 Ν. Μουζέλης (2002), "Το νόημα της κοινωνίας των πολιτών", Α. Μακρυδημήτρης, Κράτος και κοινωνία των πολιτών, Αθήνα Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις, σ. 11-17.

7 Δεν υπάρχει συμφωνία ως προς τα χαρακτηριστικά που θα πρέπει να πληρούν οι ΜΚΟ, επειδή υπάρχει πληθώρα οργανώσεων, σκοπών κ.λπ. που δρουν σε διαφορετικές συνθήκες και γι' αυτό δεν μπορεί να υπάρξει προς το παρόν γενικά αποδεκτός ορισμός. Πρβλ., Salomon L. and H. Anheier (1997), Defining the Non-Profit Sector: A Cross-National Analysis, Manchester, Manchester University Press και Μ. Σημίτη (2002), "Κεντρικές και περιφερειακές μη κυβερνητικές οργανώσεις: Η συγκρότηση ενός κοινωνικού δικτύου στη διεθνή κοινότητα", Π. Σκλιάς και Α. Χουλιάρας (επιμ.), Η διπλωματία της κοινωνίας των πολιτών, Αθήνα εκδόσεις Παπαζήση, σ. 74. Για μια κριτική αντιμετώπιση των ΜΚΟ και της πολιτικής σημασίας τους στην παγκοσμιοποίηση, πρβλ., Δ. Δημούλης (2001), "Κοινωνία των πολιτών και κοινωνικός μετασχηματισμός. Από τη φιλανθρωπία στον αντικαπιταλισμό", Θέσεις, τεύχος 77, σ. 25-52.

8 Χ. Ανθόπουλος (2000), Εθελοντισμός. Αλληλεγγύη και δημοκρατία, Αθήνα, έκδοση Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς, σ. 23, και Ε. Παναγιωτίδου (1999), "Η κοινωνία... των εθελοντών", Κοινωνία των Πολιτών, τεύχος 3, σ. 67.

9 Για μια κριτική αντιμετώπιση του φαινομένου του εθελοντισμού, πρβλ., Χ. Πολυχρονίου (2001), "Η ιδεολογία του εθελοντισμού: Μία κριτική", Θέσεις, τεύχος 77, σ. 53-65.

10 Για το πελατειακό σύστημα στην Ελλάδα και τις επιδράσεις του στη συγκρότηση μιας κοινωνίας πολιτών, πρβλ. μεταξύ άλλων, Ν. Μουζέλης (1998), "Νεωτερικότητα, ύστερη ανάπυξη και κοινωνία των πολιτών", Κοινωνία των Πολιτών, τεύχος 1, σ. 40-52, Κ. Τσουκαλάς (1993), "Τζαμπατζίδες στη χώρα των θαυμάτων: Περί Ελλήνων στην Ελλάδα", Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τεύχος 1, σ. 9-52, Γ. Θ. Μαυρογορδάτος (1988), Μεταξύ Πιτυοκάπτη και Προκρούστη: Οι επαγγελματικές οργανώσεις στη σημερινή Ελλάδα, Αθήνα εκδόσεις Οδυσσέας, Δ. Σωτηρόπουλος (1996), "Η εγγαστριμυθη εξουσία: Κοινωνία πολιτών και κεντρικό κράτος στην Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία", Κοινωνία και πολιτική. Όψεις της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, Χ. Λυριντζής, Η. Νικολακόπουλος, Δ. Σωτηρόπουλος (επιμ.), Αθήνα εκδόσεις Θεμέλιο, σ. 119-138.

11 Για εκτενέστερη ανάλυση των παραγόντων αυτών πρβλ., Χ. Ανθόπουλος (2000), όπ.π., σ. 51-65, Μ. Σημίτη (2002), όπ.π., σ. 75-76.

12 Μια πρώτη ιστορική προσέγγιση του φαινομένου της δράσης των εθελοντικών οργανώσεων στην ελληνική κοινωνία προσφέρει η μελέτη της Μ. Κορασίδου (1995), Οι άθλιοι των Αθηνών και οι θεραπευτές τους. Φτώχεια και φιλανθρωπία στην ελληνική πρωτεύουσα τον 19ο αιώνα, Αθήνα, έκδοση Ιστορικού Αρχείου Ελληνικής Νεολαίας, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς.

13 Τελικά ο συνολικός αριθμός των οργανώσεων για τις οποίες συλλέχθηκαν στοιχεία για τη λειτουργία τους ανήλθε σε 400, πρβλ. VOLMED Hellas (1997), Ελληνικές εθελοντικές οργανώσεις. Μια πρώτη προσέγγιση μέσα από το ερευνητικό πρόγραμμα VOLMED Hellas, Κέντρο Κοινωνικής Μορφολογίας και Κοινωνικής Πολιτικής (ΚΕΚΜΟΚΟΠ), Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, σ. 23-25.

14 Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε από την Ε.Ε. και αφορούσε τις χώρες της Μεσογείου. Πρβλ., VOLMED, Organized Voluntary Services in the Countries of Mediterranean Europe: Greece, Italy, Portugal, Spain, Final Report, FLVOL 1997.

15 Πρβλ., Τσακρακλίδου, Σ. (1998), "Προς μια νέα αντίληψη της ελληνικής κοινωνίας των πολιτών", Κοινωνία των Πολιτών, τεύχος 1, σ. 71-77.

16 Η ταξινόμηση έγινε με κριτήριο "την πολλαπλότητα δράσεων, οργανωτικών μορφών ή μεθόδων". Πλήρης κατάλογος των εθελοντικών οργανώσεων παρατίθεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση: www.paremvassi.gr/volunteers. Αναλυτικά οι κατηγορίες καθώς και μια πρώτη στατιστική αποτίμηση αναφέρονται στο άρθρο της, Ε. Παναγιωτίδου (1999), όπ.π., σ. 66-72.

17 Οι αμιγώς εθελοντικές οργανώσεις περιλαμβάνουν τις οργανώσεις που στη συντριπτική τους πλειονότητα αποτελούνται από εθελοντές καθώς και από ομάδες αυτοβοήθειας (τα μέλη συνδέονται συνήθως από κοινή πάθηση, ανάγκη ή επιδίωξη). Πρβλ., Ε. Παναγιωτίδου (1999), όπ.π., σ. 71-72.

18 Η έρευνα έγινε κατόπιν ανάθεσης από την ΟΕΟΑ Αθήνα 2004. Η μεγάλη αύξηση του αριθμού των εθελοντικών οργανώσεων οφείλεται κατά κύριο λόγο στο συνυπολογισμό των αθλητικών σωματείων-ομοσπονδιών στις εθελοντικές οργανώσεις. Συγκεκριμένα καταγράφηκαν οι ακόλουθες κατηγορίες οργανώσεων: α) αθλητικές οργανώσεις, οι οποίες ανήλθαν συνολικά σε 11.620 (2.061 οργανώσεις στην Αττική, 9.476 στην υπόλοιπη χώρα, και 83 ορειβατικοί σύλλογοι), β) πολιτιστικές-μορφωτικές οργανώσεις, οι οποίες συνολικά ήταν 1.507 (870 στην Αττική και 637 στην επαρχία) και γ) μη κυβερνητικές-εθελοντικές οργανώσεις, οι οποίες ήταν συνολικά 300 και ενεργοποιούνται στους τομείς της υγείας, της προστασίας του περιβάλλοντος και της οικολογίας, της εκκλησιαστικής δράσης, της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του γυναικείου κινήματος, πρβλ., Κ. Τσουκαλάς, Α. Κορωναίου (2000), Εθελοντισμός και Ελληνική εμπειρία, τόμος ΙΙ, ΕΤΕΒΑ, Αθήνα 2000, σ. 2 -3.

19 Συγκεκριμένα πρόκειται για την πανελλαδική έρευνα με τίτλο: "Ο Οδηγισμός στην Ελλάδα" που διενεργήθηκε για λογαριασμό του Σώματος Ελληνίδων Οδηγών.

20 Πρβλ., VOLMED, όπ.π. σ. 59, και Κ. Τσουκαλάς και Α. Κορωναίου, όπ.π., σ. 6.

21 Την άποψη αυτή υποστηρίζουν μεταξύ άλλων οι Χ. Ανθόπουλος (2000), όπ.π., σ. 27 κ.έ., του ιδίου (2002), "Πολιτικά κόμματα και μη κυβερνητικές οργανώσεις. Ρόλοι συμπληρωματικοί ή αναπληρωματικοί;", Κοινωνία των Πολιτών, τεύχος 8, σ. 10, σ. 10-17, και Ε. Παναγιωτίδου (2002), "Πού, πότε και γιατί αναπτύσσεται η κοινωνία των πολιτών", Κοινωνία των Πολιτών, τεύχος 8, σ. 17-23.

22 Σύμφωνα με εκτιμήσεις των Anheier H., M. Glasius και M. Kaldor, το 2001 λειτουργούσαν γύρω στις 13.000 διεθνείς ΜΚΟ. Απ' αυτές, το 60% είχαν την έδρα τους σε κάποια χώρα της Ε.Ε. και το ένα τρίτο των μελών τους προερχόταν από κάποια χώρα της Δυτικής Ευρώπης, πρβλ. Anheier H., M. Glasius και M. Kaldor (eds.) (2001), Global Civil Society - 2001, Oxford, Oxford University Press, και, Μ. Σημίτη (2002), όπ.π., σ. 81.

23 Πρβλ., Χ. Ανθόπουλος (2000), όπ.π., σ. 31-35 και τα Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου "Εθελοντισμός και πολιτική για τη νεολαία", Αθήνα 26-28 Ιουνίου 1998, που διοργανώθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τη Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, έκδοση της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς, Αθήνα χ.χ.

24 Πρβλ., VOLMED, όπ.π., σ. 64, 65 και 88-89.

25 Πρβλ., VOLMED, όπ.π., σ. 71.

26 Πρβλ., VOLMED - Hellas, όπ.π., σ. 34. Σε παρόμοια αποτελέσματα κατέληξε και η έρευνα της ΕΤΕΒΑ το 2000, πρβλ., Κ. Τσουκαλάς και Α. Κορωναίου, (2000), όπ.π., σ. 6.

27 Ειδικότερα η κατηγορία αυτή υποδιαιρείται σε φορείς που παρέχουν φροντίδα σε ηλικιωμένους (7,5%), ασθενείς (7%), άτομα με ειδικές ανάγκες (8%), παιδιά ηλικίας 0-12 ετών (22,5%), εφήβους και νέους (20%). Πρβλ., έρευνα VOLMED, όπ. π., σ. 74.

28 Η έρευνα πραγματοποιήθηκε μεταξύ 27.11. και 1.12.2000 με τηλεφωνικές συνεντεύξεις σε τυχαίο δείγμα 1000 ενήλικων ατόμων, κατοίκων του Λεκανοπεδίου Αττικής από το Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών. Πρβλ., Β. Διονυσοπούλου, "Εθελοντισμός: Τέσσερις στους 10 δεν θέλουν", εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 6.12.2000, σ. 18 και 47.

29 Δύο χρόνια αργότερα, το 2002, σε τηλεφωνική δημοσκόπηση (δείγμα 1.214 ατόμων ηλικίας 18 ετών και άνω που διαμένουν στο Λεκανοπέδιο Αττικής) η οποία πραγματοποιήθηκε στις 25-26.11.2002 από την ΚΑΠΑ Research επαναβεβαιώθηκε η παραπάνω τάση. Όσον αφορά τη συμμετοχή σε εθελοντικές οργανώσεις, το ποσοστό των συμμετεχόντων παραμένει σε χαμηλά επίπεδα και συγκεκριμένα στο 15,3% του συνόλου του δείγματος, σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα του 84,7%, η οποία δηλώνει ότι δε συμμετέχει ενεργά ως μέλος κάποιου κοινωνικού ή πολιτιστικού φορέα. Ενισχύεται σε σύγκριση με προηγούμενα έτη η θετική αντίληψη σχετικά με την έννοια του εθελοντισμού, η οποία κυριαρχεί με 78,8% στο σύνολο των ερωτώμενων. Το 16,6% έχει μάλλον θετική αντίληψη για τον εθελοντισμό, ενώ το 3,3% δηλώνει ότι αντιμετωπίζει τον εθελοντισμό μάλλον αρνητικά έως αρνητικά. Πρβλ., το άρθρο της Ν. Γιαννίρη, "9 στους 10 θέλουν", εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 28.11.2002, σ. 50 και "Καλός είναι ο εθελοντισμός όταν τον κάνουν άλλοι!", εφημερίδα Το Βήμα, 27.11.2002, σ. Α19.

30 Αντίστοιχη τάση καταγράφεται και στην έρευνα της VPRC για τη νεολαία το 1997. Το 55,1% των νέων είχε σκεφτεί να διαθέσει χρόνο για εθελοντική εργασία, σε αντίθεση προς το 40,2% που δεν είχε σκεφτεί και προς το 4,7% που δεν απάντησε. Στην ίδια έρευνα οι ερωτώμενοι δήλωσαν ότι θα ήταν διατεθειμένοι να προσφέρουν εργασία χωρίς αμοιβή σε ποσοστό 72,5%, ενώ 18,0% δεν ήταν διατεθειμένοι να εργαστούν εθελοντικά χωρίς αμοιβή και 9.5% δεν έδωσαν απάντηση. Πρβλ., Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς και Ινστιτούτο V-PRC, Οι νέοι του καιρού μας. Αξίες, στάσεις και αντιλήψεις της Ελληνικής νεολαίας (1997-1999), Αθήνα εκδόσεις Παπαζήση, 2000, σ. 148.

31 Ειδικότερα τη μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα διαθέτει η οργάνωση Το χαμόγελο του παιδιού με ποσοστό 5,3%, κατόπιν ακολουθούν οι Γιατροί χωρίς Σύνορα με 2,9%, η UNICEF με 2,4%, Ελπίδα-Σύλλογος Φίλων Παιδιών με Καρκίνο με 1,9%, το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων με 1,5%, η GREENPEACE με 1.1%, ο Ερυθρός Σταυρός με 0,4%, ο ΟΚΑΝΑ με 0,3%, η Ιθάκη με 0,3%, η Action Aid με 0,2%, το WWF 0,2%, ο Αρκτούρος με 0,1% και η Διεθνής Αμνηστία με 0,1%. Είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι η αναγνωρισιμότητα έχει άμεση σχέση με την προβολή των οργανώσεων από τα ΜΜΕ, εφόσον παλαιότερες και ιδιαιτέρως δραστήριες εθελοντικές οργανώσεις, όπως λ.χ. ο Ερυθρός Σταυρός, αναφέρονται και αναγνωρίζονται λιγότερο από άλλες σχετικά νεότερες οργανώσεις, όπως π.χ. οι Γιατροί χωρίς Σύνορα, Η Ελπίδα κ.ά., οι οποίες όμως διοργανώνουν συχνά πολιτιστικές εκδηλώσεις με ευρεία κοινωνική προβολή και με τον τρόπο αυτό καταφέρνουν να γίνονται ευρύτερα γνωστές στο κοινό.

32 Σχετικά με το αυξανόμενο εύρος δράσης των ΜΚΟ σε διεθνές πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, πρβλ., το άρθρο του Π. Σκλιά (2002), "Η διεθνής πολιτική οικονομία και ο ρόλος των μη κυβερνητικών οργανώσεων στη διεθνή αναπτυξιακή συνεργασία", Η διπλωματία της κοινωνίας των πολιτών, Παντελής Σκλιάς και Αστέρης Χουλιάρας (επιμ.), Αθήνα εκδόσεις Παπαζήση, σ. 29-72, και Μ. Σημίτη, όπ.π. σ. 73-89, επίσης Ν. Γιαννής (1997), "Εθελοντισμός. Μια σύγχρονη θεώρηση για την απασχόληση και την κοινωνία στη νοτιοανατολική Μεσόγειο", Ευρωπαϊκή Έκφραση, τεύχος 25, σ. 35-41.

33 Τα στοιχεία προέρχονται από δύο έρευνες της VPRC, που πραγματοποιήθηκαν η πρώτη το Νοέμβριο του 1997 σε πανελλαδικό δείγμα 1.600 ατόμων, ηλικίας 15-29 ετών, με δομημένο ερωτηματολόγιο, και η δεύτερη το Νοέμβριο του 1999 με τον ίδιο συνολικό αριθμό ερωτηματολογίων και δημογραφικών χαρακτηριστικών του πληθυσμού όπως η προηγούμενη. Στην έρευνα του 1997 τέθηκαν για πρώτη φορά ερωτήσεις σχετικά με το φαινόμενο του εθελοντισμού και της διαθεσιμότητας των νέων να συμμετάσχουν σε μη κυβερνητικές, εθελοντικές οργανώσεις. Πρβλ., Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς και Ινστιτούτο V-PRC, Οι νέοι του καιρού μας. Αξίες, στάσεις και αντιλήψεις της Ελληνικής νεολαίας (1997-1999), Αθήνα εκδόσεις Παπαζήση.

34 Πρβλ., Eurobarometer 47.2, The Young Europeans, Bruxelles, spring 1997, σ. 14/160, και, Eurobarometer 55.1, Young Europeans in 2001. Results of a European Opinion Poll, Bruxelles, 2001, σ. 11-12.

35 Πρβλ., Eurobarometer 47.2, όπ.π., σ. 14-15, και Eurobarometer 55.1, όπ.π., σ. 13.

36 VPRC, Πρώτα συμπεράσματα..., όπ.π., σ. 11. Οι κυριότεροι τομείς ενδιαφερόντων των νέων είναι κατά σειρά σπουδαιότητας: ο αθλητισμός και τα σπορ (15,8%), οι διακοπές και τα ταξίδια (15,1%), τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα (14,1%) και η προστασία του περιβάλλοντος (13,9%). Μόνο το 4,9% ενδιαφέρεται πολύ για την πολιτική. Μόλις ο ένας στους πέντε ερωτώμενους εκδηλώνει ενδιαφέρον για την πολιτική, ενώ σχεδόν ο ένας στους δύο (46%) δηλώνει ότι δεν ενδιαφέρεται "καθόλου" γι' αυτήν και ο ένας στους τρεις (32,3%) δηλώνει ότι η πολιτική τον ενδιαφέρει "λίγο". Η πολιτική προκαλεί συναισθήματα αδιαφορίας (25,3%), απογοήτευσης (20,1%), δυσπιστίας (18,6%) και βαρεμάρας (11,3%). Πρβλ., Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς και Ινστιτούτο VPRC (2000), όπ.π., σ. 91-92. Η μεταστροφή των νέων από το ενδιαφέρον για την πολιτική προς την αδιαφορία συντελέστηκε μέσα σε μια δεκαετία και είναι κυρίως απόρροια της κρίσης της πολιτικής και των πολιτικών, της αβεβαιότητας για το μέλλον και του προσανατολισμού των νέων προς άλλα ενδιαφέροντα και διεξόδους ενασχόλησης μακριά από τα κόμματα και τις πολιτικές οργανώσεις.

37 Πρβλ., Ρόη Παναγιωτοπούλου (2000), Εθελοντισμός και Ολυμπιακοί Αγώνες: Διεθνής εμπειρία, μελέτη ΕΤΕΒΑ, τόμος Ι, Αθήνα Οκτώβριος 2000, σ. 5-6, και Roy Panagiotopoulou (2000), "The Notion of Volunteerism in the Modern Greek Society and the Challenge of the Olympic Games", M. de Moragas, A. Belen Moreno, N. Puig (eds.), Volunteers, Global Society and the Olympic Movement, International Olympic Committee, Lausanne, σ. 81-90.

38 Πρβλ. COOB'92. Memoria Oficial de los Juegos Olimpicos de Barcelona 1992. Barcelona: COOB '92, Vol. 1, σ. 381.

39 Τα στοιχεία προέρχονται από ομιλία της Διευθύντριας Προγράμματος Εθελοντών κ. Όλγας Κήκου, η οποία, εκτός από την παρουσίαση των ποσοτικών στοιχείων για την προσέλκυση των εθελοντών, υποστήριξε ότι η εμπειρία που θα αποκτήσουν όσοι θα συμμετάσχουν εθελοντικά στους ΟΑ θα συμβάλλει θετικά στην ανάπτυξη της εθελοντικής δράσης και γενικότερα της συμμετοχής των πολιτών σε ΜΚΟ στην Ελλάδα, εφόσον θα ωφεληθούν από τη συμμετοχή τους αυτή. Πρβλ., Olga Kikou (2002), "The Athens 2004 Volunteer Programme and its Implications for Citizen Mobilization: the Greek Case", εισήγηση στο Symposium on the Legacy of the Olympic Games, 14.-16. November 2002, Olympic Museum Lausanne, σ. 1-11 (πολυγρ.). Επιπλέον, είναι ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι στις δύο προηγούμενες διοργανώσεις των ΟΑ (Ατλάντα και Σίδνεϊ) την ίδια περίπου εποχή ο αριθμός των αιτήσεων για εθελοντική συμμετοχή ήταν ήδη υπερδιπλάσιος απ' αυτόν που προβλεπόταν να χρησιμοποιηθεί. Γι' αυτό οι δύο χώρες ΗΠΑ και Αυστραλία, με μεγάλη παράδοση στην εθελοντική προσφορά εργασίας, σταμάτησαν περίπου ένα χρόνο πριν από τους Αγώνες να δέχονται αιτήσεις εθελοντών.

40 Στην κλίμακα αυτοτοποθέτησης Αριστερά-Δεξιά, παράλληλα με το αυξημένο ενδιαφέρον εθελοντικής συμμετοχής (31,8%) που καταγράφεται για την Αριστερά, εμφανίζεται εξίσου έντονη η άποψη της παντελούς έλλειψης ενδιαφέροντος (54,0%). Δηλαδή, διακρίνεται πόλωση των απόψεων. Οι τάσεις αυτές θα μπορούσαν να ερμηνευτούν από την αμφίθυμη στάση της Αριστεράς όσον αφορά το ρόλο των κοινωνικών κινημάτων και των ΜΚΟ. Ορισμένοι θεωρούν ότι μέσα από τις διεκδικήσεις των οργανώσεων αυτών μπορεί να συγκροτηθεί αποτελεσματικός αντιπολιτευτικός λόγος με διεκδικητικό περιεχόμενο και να ενισχυθεί η κοινωνία των πολιτών. Αντίθετα, μια άλλη μερίδα υποστηρίζει ότι μόνο μέσα από τα πολιτικά κόμματα, ως φορείς διεκδίκησης της εξουσίας, θα καταστεί δυνατό να υπάρξει πολιτική αλλαγή.


  
   Επιστροφή