ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

 

Ι. Εισαγωγή

1.    Μια εμπεριστατωμένη παρουσίαση των πολιτικών κομμάτων σε μια έννομη τάξη προϋποθέτει την ιστορική ανάλυση της εξέλιξης της οργάνωσης, του πολιτικού προγράμματος και της πολιτικής τους δραστηριότητας για την κατάληψη και την άσκηση της εξουσίας, ώστε να αποσαφηνισθεί η ιδεολογική τους ταυτότητα και η συμβολή τους στη διαμόρφωση των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων. Η χρονική διάρκεια είναι όμως στοιχείο που λείπει από τα πολιτικά κόμματα της Κύπρου. Όλα τα πολιτικά κόμματα, εκτός από το ΑΚΕΛ[1], συγκροτούνται στα τέλη της δεκαετίας του ’60, αρχές της δεκαετίας του ’70, από βασικούς συνεργάτες του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και με την παρότρυνσή του, με στόχο τη “δημιουργία της οργανωμένης πολιτικής ζωής στην Κύπρο... για την αντιμετώπιση πολλών προβλημάτων του τόπου”[2].

2.    Πριν από το 1960 οι πολιτικές δυνάμεις δεν ήταν συγκροτημένες και οι πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες συντελούνταν στο πλαίσιο της Εκκλησίας. Την πολιτική της δύναμη η Εκκλησία αντλούσε από την τεράστια οικονομική δύναμη που είχε συγκεντρώσει ήδη από την εποχή της Τουρκοκρατίας, και κυρίως από τη δυνατότητα να διαχειρίζεται την περιουσία της χωρίς την παρέμβαση του κράτους[3], σε συνδυασμό με την ισχυρή θρησκευτική πίστη ιδιαίτερα των αγροτικών και μεσαίων στρωμάτων και με το γεγονός ότι στο δικό της πλαίσιο οργανώνονταν οι διαδικασίες για την ανάδειξη των αντιπροσώπων στα προβλεπόμενα από τους Βρετανούς ανώτατα κρατικά όργανα (π.χ. Νομοθετικό Συμβούλιο, καθώς επίσης και στους θεσμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης). Τη νομιμοποίηση της δύναμής της η Εκκλησία αντλούσε από την ανάδειξη των κληρικών, σε όλους τους βαθμούς ιεραρχίας, με άμεση μυστική ψηφοφορία από τον λαό[4].

Η Εκκλησία σε όλη τη διάρκεια της αγγλικής κατοχής είναι ο κυριότερος πόλος συσπείρωσης του ελληνισμού στον αγώνα του κατά της αποικιοκρατίας, ο βασικός υπερασπιστής των πολιτικών δικαιωμάτων του και ο μοναδικός διαπραγματευτής των κοινωνικών και οικονομικών συμφερόντων του κυπριακού έθνους με την αγγλική ηγεσία. Η ισχυρή επιρροή της στο αδιαμόρφωτο εθνικό κίνημα, προσανατολισμένο αποκλειστικά και εύλογα στον αγώνα για την ανεξαρτησία και την αυτοδιάθεση, δεν άφησε πολλά περιθώρια για να αναπτυχθούν κινήματα που να αμφισβητήσουν σοβαρά τη δύναμή της ούτε να προβάλουν, ακόμα και στο εθνικό ζήτημα μιαν αντίθετη εναλλακτική πρόταση. Οι πολιτικοί σχηματισμοί που εμφανίστηκαν ήταν προσωποπαγείς χωρίς καμιά συνέχεια μετά το θάνατο του ιδρυτή τους,[5] εκτός από τον αριστερό σχηματισμό ΑΚΕΛ, η ίδρυση και η δράση του οποίου οφείλεται και στη μεγάλη απήχηση των σοσιαλιστικών ιδεών σε όλη την Ευρώπη και στην πολύ καλή οργάνωση και καθημερινή παρέμβασή του σ’ όλες τις περιοχές της Κύπρου.

Το ΑΚΕΛ, μέχρι την ανεξαρτησία, επιχείρησε να αμφισβητήσει την Εκκλησία, χωρίς όμως να το κατορθώσει. Απευθυνόταν στις ίδιες κοινωνικές τάξεις με την ίδια επιχειρηματολογία που χρησιμοποιούσε η Εκκλησία για πολλά χρόνια, και τελικώς αναγκάσθηκε να συμμαχήσει μαζί της. Η αλλαγή πολιτικής του ΑΚΕΛ σηματοδοτείται με την υποστήριξη των υποψηφίων της Εκκλησίας στις εκλογές για τα όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς επίσης με τη συμμετοχή του στο δημοψήφισμα που διοργάνωσε η Εκκλησία για την ένωση με την Ελλάδα (Ιανουάριος 1950).


3.    Μετά την ανεξαρτησία, η Εκκλησία συνεχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην κυπριακή πολιτική ζωή[6], ιδιαίτερα εξαιτίας του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ο οποίος θεωρείτο χαρισματικός ηγέτης από ευρύτατα στρώματα του κυπριακού λαού. Για τους λόγους αυτούς δεν αφέθηκαν πολλά περιθώρια στους πολιτικούς σχηματισμούς να αναπτυχθούν ούτε στον τότε υποτυπώδη συνδικαλισμό να συμβάλει στην ανάπτυξη ενός μαζικού κινήματος με αυτόνομη δυναμική παρουσία. Η ενωτική πολιτική του Μακαρίου ως προς το εθνικό ζήτημα[7] και η επιδίωξή του να αμβλύνει τις κοινωνικές, εθνικές, θρησκευτικές και πολιτιστικές εντάσεις μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, συνέτεινε στο να μην δημιουργηθεί κανένα αξιόλογο πολιτικό κίνημα που να τον αμφισβητεί. Ακόμα και το ΑΚΕΛ που δεν τον υποστήριξε στις πρώτες προεδρικές εκλογές (1959) αναγκάστηκε αργότερα να συμμαχήσει μαζί του και να συνεργαστεί στις πρώτες βουλευτικές εκλογές με το Πατριωτικό Μέτωπο, τον πολιτικό σχηματισμό που υποστήριξε την πολιτική του Μακαρίου[8]. 

4.    Λίγο χρονικό διάστημα πριν από τις βουλευτικές εκλογές του 1970 συγκροτούνται τα πρώτα πολιτικά κόμματα. Τα νεοϊδρυθέντα κόμματα είχαν προσωποπαγή χαρακτήρα και εκτός από το ΕΔΕΚ, η συμπεριφορά των οπαδών και μελών τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πελατειακή. Οι ιδρυτές τους ήταν στενοί συνεργάτες του Μακαρίου και οι θέσεις τους δεν αμφισβητούσαν την πολιτική του.

Τον Φεβρουάριο του 1969 ιδρύθηκε η ΕΔΕΚ από τον γιατρό Βάσο Λυσσαρίδη. Η ΕΔΕΚ είναι ένα σοσιαλιστικό δημοκρατικό κόμμα (άρθρο 1α του καταστατικού της) και οι ιδέες της απηχούσαν στους ελεύθερους επαγγελματίες, στους επιστήμονες και στα αγροτικά και εργατικά στρώματα. Προκειμένου να δημοσιοποιήσει το κυπριακό πρόβλημα, ο ιδρυτής του ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με τις αραβικές χώρες, εκλέχθηκε πρόεδρος του Κυπρο-Αραβικού Συνδέσμου και υποστήριξε σθεναρά την αδέσμευτη πολιτική του Μακαρίου. Την ίδια περίοδο ιδρύεται το Ενιαίο Κόμμα της Εθνικόφρονος Συμπολιτεύσεως από τον Γλαύκο Κληρίδη. Η ιδεολογία του ήταν κεντροδεξιά και υποστηρίχθηκε από επιχειρηματίες, αρκετούς βουλευτές και μεγάλο τμήμα του αγροτικού πληθυσμού. Στις βουλευτικές εκλογές του 1970 αναδείχθηκε πρώτο κόμμα σε ψήφους, χωρίς όμως να διαθέτει την απόλυτη σε βουλευτικές έδρες πλειοψηφία[9].

Κατά τις προεδρικές εκλογές (1968), οι αντιμακαριακοί οργανώνονται σε πολιτικό κόμμα με την επωνυμία Δημοκρατικό Εθνικό Κόμμα (ΔΕΚ). Το ΔΕΚ ασκούσε έντονη κριτική στον Μακάριο για τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου (1959) και αντιτίθετο  στις διακοινοτικές συνομιλίες, διότι θεωρούσε ότι υπέσκαπταν οποιαδήποτε δυνατότητα ένωσης με την Ελλάδα. Στελεχώθηκε κυρίως από αδιάλλακτους ενωτικούς και μετά την εκλογική συντριβή του προέδρου του Τάκη Ευδόκα στις προεδρικές εκλογές του 1968 (μόλις 3,7%) και με την ένταξη πολλών στελεχών στις γραμμές της ΕΟΚΑ Β’ με καθοδηγητή τον στρατηγό Γ. Γρίβα, (Σεπτέμβριο του 1971) χάνει τους αρχικούς ιδεολογικούς στόχους του και αδρανοποιείται[10].

Το κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα των θέσεων των νέων πολιτικών κομμάτων σε αυτή την περίοδο ήταν η συμφωνία ή όχι με την πολιτική του Μακαρίου. Αυτή η έλλειψη αυτόνομου πολιτικού προσανατολισμού δηλαδή ο θετικός ή αρνητικός πολιτικός καθορισμός τους, ιδιαίτερα στα εθνικά θέματα, με την πολιτική του Μακαρίου ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που επηρέασε τη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας τους. Η δραστηριότητά τους περιοριζόταν στην καταγραφή θέσεων σχετικά με το εθνικό θέμα και στην προώθηση προς τη Βουλή των αντιπροσώπων των λαϊκών αιτημάτων και των τοπικών προβλημάτων[11]. Στον Μακάριο ασκήθηκε ιδιαίτερα έντονη κριτική, ότι αφενός “άφησε τα μακαριακά κόμματα να αντιδικούν μεταξύ τους”[12] και αφετέρου τήρησε μια ιδιαίτερα μεγαλόψυχη ανεκτικότητα στους αντιπάλους, (ΕΟΚΑ Β’) που οδήγησε στην τρομοκρατική δραστηριότητά τους και τελικά στο πραξικόπημα του Σαμψών.

5.    Το πραξικόπημα του Σαμψών, η δολοφονική απόπειρα κατά του Μακαρίου και η τουρκική εισβολή[13] επέφεραν σημαντικές αλλαγές στον πολιτικό και ιδεολογικό προσανατολισμό των πολιτικών κομμάτων.[14] Τα πολιτικά κόμματα που υποστήριξαν τους πραξικοπηματίες διαλύθηκαν,[15] το αίτημα για την ένωση με την Ελλάδα εγκαταλείφθηκε οριστικά, και τέλος ο θάνατος του Μακαρίου αποδέσμευσε το πολιτικό κομματικό σύστημα από τις μέχρι τότε εξαρτήσεις και σηματοδότησε νέες κομματικές ανακατατάξεις.

Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ’90, τα πολιτικά κόμματα στην Κύπρο επιδίωκαν να αποκρυσταλλώσουν την ιδεολογική τους ταυτότητα και να συγκροτηθούν σε σύγχρονα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα. Στο επίκεντρο των προτεραιοτήτων όλων των κομμάτων τέθηκε η εξεύρεση μιας δίκαιης λύσης του εθνικού προβλήματος και η επιδίωξη για την άμβλυνση και βελτίωση των συνεπειών της εισβολής (όπως για παράδειγμα, η αποκατάσταση των προσφύγων, ο εντοπισμός των αγνοουμένων, η απελευθέρωση των κατεχόμενων εδαφών από τους Τούρκους). Αυτή η βασική προτεραιότητα που κυριαρχεί σε όλες τις πολιτικές διεργασίες των πολιτικών κομμάτων σε συνδυασμό με τον προσωποπαγή και αρχηγικό χαρακτήρα τους (ιδιαίτερα των κεντροδεξιών κομμάτων[16]) συνέτεινε καθοριστικά στην αναστολή των διαδικασιών που θα επέφεραν ριζικές, οργανωτικές και ιδεολογικές αλλαγές στη δομή και στη λειτουργία τους.[17]

6.    Τα τελευταία χρόνια οι διαφωνίες και οι αντιπαραθέσεις στα όργανα κυρίως των κεντροδεξιών κομμάτων πληθαίνουν και συχνά αμφισβητείται η κυρίαρχη άποψη που εκφράζεται από τον πρόεδρο του κόμματος. Οι διαφωνίες όμως αυτές δεν αποπροσωποποιούνται, η ιδεολογική τους τεκμηρίωση ορισμένες φορές δεν εκτείνεται σε όλες τις πτυχές των προβλημάτων, με αποτέλεσμα ο εσωκομματικός διάλογος να μην συμβάλλει αρκετά στον εκσυγχρονισμό των πολιτικών κομμάτων και συχνά να παρερμηνεύεται ως επιδίωξη των διαφωνούντων για την κατάληψη κομματικών θέσεων που κατέχει μέχρι τώρα η μακαριακή γενιά. Σημαντικό βήμα για τον εκσυγχρονισμό των πολιτικών κομμάτων αποτέλεσε η διεύρυνση των δραστηριοτήτων τους, ιδιαίτερα σε θέματα κοινωνικού περιεχομένου και προστασίας του περιβάλλοντος,[18] καθώς επίσης ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός και διάλογος[19] που ξεκίνησε κυρίως μετά την εξαγγελία πλήρους ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

 

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Μέλισσα, Πολιτικά Κόμματα στην Κυπριακή Δημοκρατία – Η εξέλιξη προς τη θεσμοποίηση, εκδόσεις Σάκκουλα 1996)



[1]     Το ΑΚΕΛ ιδρύθηκε στις 15 Αυγούστου 1926 κυρίως από φοιτητές των αγγλικών και ελληνικών πανεπιστημίων. Η αρχική του ονομασία ήταν Κομουνιστικό Κόμμα Κύπρου και στο 4ο συνέδριο (14 Απριλίου 1941) μετονομάζεται σε Ανορθωτικό Κόμμα του Εργαζόμενου Λαού που διευκόλυνε τη νόμιμη δραστηριότητά του. Βλ. σχετικά Π. Ζέρβας, Κυπριακό- Ευθύνες, Αθήνα, Γραμμή2 1985, σ. 117 επόμ., Πέτρος Ν. Στάγκος, Οι πολιτικές δυνάμεις της Κύπρου (1960 - 1975), π. Ο Πολίτης, τχ. 3-4, Ιούλιος - Αύγουστος 1976, σ. 38-43 (39), καθώς επίσης και Καταστατικό του ΑΚΕΛ, άρθρο 1, όπως εγκρίθηκε στην Παγκύπρια Συνδιάσκεψη του Κόμματος (Απρίλιος 1946), τροποποιήθηκε στο 10ο Συνέδριο (Μάρτης 1962), στην Παγκύπρια Συνδιάσκεψη (28 Ιανουαρίου 1968), στο 15ο Συνέδριο (13-16 Μάη 1982), στο 16ο Συνέδριο 26-30 Νοεμβρίου, 1986) και στο 17ο Συνέδριο (3-7 Οκτώβρη 1990). P. Tzermias, Geschichte der Republik Zypern, A. Franke Verlag, 1991, σ. 37 επόμ.

[2]     Γ.Ξ. Ιωαννίδης, Πολιτικά κόμματα και ροπές της τελευταίας 25ετίας, σε: Κυπριακή ζωή και κοινωνία, Λίγο πριν από την ανεξαρτησία και μέχρι το 1984, Λευκωσία 1994, σ. 55-69 (66) παραθέτει τον χαιρετισμό του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην ίδρυση του Ενιαίου Κόμματος Εθνικόφρονος Συμπολίτευσης με αρχηγό τον Γλαύκο Κληρίδη. Χ. Γιαλλουρίδης, Κύπρος σε: Τα πολιτικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης, Ιστορία - Πρόγραμμα - Πράξη, επιμ. Γιοάχιμ Ράσκε-Ηλίας Κατσούλης, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1992, τ. Β’ σ. 159-205 (186).

[3]     Κρ. Τορναρίτης, Η συνταγματική θέση στην κυπριακή Δημοκρατία της Αυτοκέφαλης Ελληνορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου, σε: Αφιέρωμα εις τον Κωνσταντίνο Βαρούσκο, τ. Γ’, σ. 425-434 (429) του ιδίου, “Αι σχέσεις εκκλησίας και πολιτείας κατά το εν Κύπρω ισχύον δίκαιον”, Επιθεώρηση Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου, τχ. 1, Ιανουάριος - Φεβρουάριος 1967, σ. 9-16 (12).

[4]     Θ. Τσεκούρα, Κυπριακό: Από την “Ένωση” στη Ζυρίχη, Θέσεις, τχ. 7, Απρίλιος - Ιούνιος 1984, σ. 83-104 (90), Ο Λ. Ιεροδιακόνου, Το κυπριακό πρόβλημα, Πορεία προς την χρεοκοπία, Αθήνα 1970, σ. 32 επόμ., παρατηρεί ότι η εκλογή του Αρχιεπισκόπου άμεσα από το λαό είχε ως συνέπεια να κατέχει την πλέον σημαντική θέση στην πολιτική ζωή του τόπου.

[5]     Γ. Ξ. Ιωαννίδη, Πολιτικά κόμματα, ό.π., σ. 56.

[6]     Χ. Γιαλλουρίδης, Κύπρος, ό.π., σ. 180 επόμ.

[7]     Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος εκτιμούσε ότι η ένωση με την Ελλάδα δεν μπορούσε να κατορθωθεί εκείνη την περίοδο. Γι΄αυτόν ακριβώς το λόγο επιδίωξε να ισχυροποιήσει την αυτοδυναμία του κυπριακού κράτους σε διεθνές επίπεδο, έξω από τους δύο ισχυρούς στρατιωτικούς συνασπισμούς εκείνης της εποχής. Την ένταξή του στο κίνημα των Αδέσμευτων ο Πρόεδρος Μακάριος την επιδίωκε από την εποχή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα κατά των Άγγλων, και το 1961 συμμετέχει στην ιδρυτική συνέλευση των Αδεσμεύτων. Βλ. σχετικά Γ. Κρανιδιώτης, Το κυπριακό πρόβλημα, Θεμέλιο, Αθήνα 1984, σ. 41. Στο εσωτερικό μέτωπο επιδίωκε την τροποποίηση ή την κατάργηση εκείνων των συνταγματικών διατάξεων που καθιστούσαν προβληματική τη λειτουργία του κυπριακού κράτους, καθώς επίσης προσπαθούσε να καταργήσει τις συνταγματικές διατάξεις που αφαιρούσαν σημαντικά δικαιώματα από την ελληνική πλειοψηφία βλ. σχετικά, Β. Κουφουδάκης, “Το κυπριακό, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και οι Υπερδυνάμεις 1960-1986”, σε: Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, Θεμέλιο, Αθήνα 1988, σ. 217-268: (221), Ν. Κρανιδιώτη, Ανοχύρωτη πολιτεία, Κύπρος 1960-1974, Εστία 1985 σ. 554 επομ.

[8]     Γ. Κρανιδιώτης, Το κυπριακό, ό.π., σ. 40.

[9]     Βλ. σχετικά P. Tzermias, Ceschichte, ό.π., σ. 405 επόμ. Γ. Ιωαννίδης, ό.π., σ. 66, Χ. Γιαλλουρίδης, Κύπρος, ό.π., σ., 94 επόμ., Ν. Κρανιδιώτης, Το Κυπριακό, ό.π., σ. 234.

[10]    Βλ. σχετικά Π. Στάγκος, Οι πολιτικές δυνάμεις, ό.π., σ. 57.

[11]    Γ. Ξ. Ιωαννίδη, Τα πολιτικά κόμματα, ό.π., σ. 67.

[12]    Γ. Κρανιδιώτης, Το κυπριακό, ό.π., σ. 232, 236.

[13]    Μετά το θάνατο του στρατηγού Γρίβα (Ιανουάριος 1974) αυξήθηκαν επικίνδυνα οι τρομοκρατικές δραστηριότητες των ακροδεξιών οργανώσεων, ιδιαίτερα της ΕΟΚΑ Β΄, με την ανοικτή υποστήριξη της ελληνικής Χούντας. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, παρόλο που προσπάθησε να διαλύσει την ΕΟΚΑ Β’ συλλαμβάνοντας τα ηγετικά της στελέχη, δεν κατόρθωσε να αναγκάσει την ελληνική Χούντα να αποσύρει τους έλληνες αξιωματικούς της εθνοφρουράς (ΕΛΔΥΚ). Η ελληνική Χούντα αντέδρασε δυναμικά. Διέταξε την ΕΛΔΥΚ να σκοτώσει τον Μακάριο (15 Ιουλίου 1974). Ευτυχώς το εγχείρημα απέτυχε και ο Μακάριος κατόρθωσε να διαφύγει στην Πάφο και από εκεί στο εξωτερικό. Οι πραξικοπηματίες όμως κατόρθωσαν να επιβληθούν τελικά, παρά τη σθεναρή αντίσταση των δημοκρατικών δυνάμεων και να διορίσουν πρόεδρο της κυβέρνησης τον Ν. Σαμψών. (Ο Σαμψών ήταν βουλευτής του Προοδευτικού Συναγερμού, αργότερα διαφώνησε και εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ Β’). Με αφορμή το πραξικόπημα και την επίκληση του κινδύνου που θα διέτρεχαν στο νησί οι Τουρκοκύπριοι, οι Τούρκοι επικαλούμενοι το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεως αποβιβάσθηκαν στο νησί στις 20 Ιουλίου 1974 και κατέλαβαν τελικά το 32% του κυπριακού εδάφους. Βλ. σχετικά αντί πολλών Γ. Κρανιδιώτης, Το Κυπριακό, ό.π., σ. 237 επόμ.

[14]    Στις 20 Μαϊου 1976 ιδρύθηκε στη Λευκωσία η Δημοκρατική παράταξη που σε μικρό χρονικό διάστημα μετασχηματίσθηκε σε κόμμα με την ονομασία Δημοκρατικό κόμμα (ΔΗ.ΚΟ) (άρθρο 1 του Καταστατικού). Ιδρυτής του ήταν ο Σπ. Κυπριανού, που διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών των κυβερνήσεων Μακαρίου. Στις 4 Ιουλίου 1976 ιδρύθηκε στη Λευκωσία ο Δημοκρατικός Συναγερμός (άρθρο 1 του Καταστατικού του) από τον Γλ. Κληρίδη.   

[15]    Γ. Ξ. Ιωαννίδης, Τα πολιτικά κόμματα, ό.π., σ. 66 επόμ.

[16]    Βλ. σχετικά Γ. Παπαδημητρίου, Μ. Σπουρδαλάκης, Τα καταστατικά των πολιτικών κομμάτων, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα - Κομοτηνή, 1994, σ. 14. Αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση ότι τα καταστατικά των πολιτικών κομμάτων καθορίζουν και παράλληλα αντικατοπτρίζουν την οργανωτική, πολιτική και ιδεολογική φυσιογνωμία τους. Γ. Παπαδημητρίου, Δίκαιο, ό.π., σ. 39. Σύμφωνα με το καταστατικό του ΔΗ.ΚΟ. (άρθρο 17, 2 εδαφ. θ, ι, ια που εγκρίθηκε στο τακτικό παγκύπριο συνέδριο του κόμματος 10 Ιουνίου 1990), ο πρόεδρος του κόμματος είναι υποψήφιος για αξιώματα στα πολιτειακά όργανα, χωρίς να λαμβάνει χώρα καμιά διαδικασία στα όργανα του κόμματος (υποψήφιος πρόεδρος, υποψήφιος πρόεδρος της Βουλής, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος). Βλ. επίσης και άρθρο 42 του καταστατικού του ΔΗ.ΣΥ., όπως εγκρίθηκε στο έκτακτο Παγκύπριο Συνέδριο της 17 Ιανουαρίου 1988). Βλ. επίσης άρθρο 44, 6 ΔΗ.ΣΥ. Ο Πρόεδρος του Κόμματος έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιλέγει τους αριστίνδην. Οι αριστίνδην είναι σημαντικές προσωπικότητες της κυπριακής κοινωνικής και πολιτικής ζωής που επιλέγονται από τον πρόεδρο του κόμματος για να συμπεριληφθούν στα εκλογικά ψηφοδέλτια του κόμματος. Ο αριθμός των αριστίνδην δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις σε κάθε εκλογική περιφέρεια και η επιλογή τους πρέπει να ολοκληρωθεί προτού να ξεκινήσουν οι διαδικασίες κατάρτισης των ψηφοδελτίων του κόμματος σε όλα τα προβλεπόμενα κομματικά όργανα (Ανώτατο Συμβούλιο, Επαρχιακή εκλογική συνέλευση). Τέλος, προβλέπεται από το καταστατικό οι αριστίνδην να γίνουν μέλη του κόμματος προτού ξεκινήσει η προεκλογική περίοδος. Για τις πρωτοβουλίες του προέδρου του ΔΗ.ΣΥ., Γ. Μάτση, σχετικά με την επιλογή των αριστίνδην για τις βουλευτικές εκλογές του 1996 βλ. σχετικά εφ. Φιλελεύθερος, 13/8/1995.

[17]    Χ. Γιαλλουρίδης, Κύπρος, ό.π., σ. 191 επόμ.

[18]    Για παράδειγμα, στο τελευταίο 17ο Συνέδριο του ΑΚΕΛ συζητήθηκαν τόσο θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης όσο και θέματα οικολογίας, βλ. σχετικά φυλλάδιο Συνεδρίου, Η δική μας αντίληψη για τον σοσιαλισμό, Λευκωσία 3-7 Οκτωβρίου 1990, σ. 14 επόμ., καθώς επίσης και το φυλλάδιο του τέταρτου παγκύπριου συνεδρίου του ΔΗ.ΚΟ (Λευκωσία 9-10 Ιουνίου 1990).

[19]    Ο διάλογος για την Ευρώπη και την Ευρωπαϊκή πολιτική έχει ξεκινήσει πριν από την εξαγγελία της πλήρους ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. βλ. σχετικά σ. 3 του προγράμματος διακυβέρνησης του Προέδρου του ΔΗ.ΣΥ Γλαύκου Κληρίδη για τις προεδρικές εκλογές του 1993. Θεωρούμε όμως ότι ο διάλογος για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα οφέλη που θα αποκομίσει η Κύπρος από αυτήν, κυριαρχεί στα κομματικά όργανα μετά την απόφαση των υπουργών της Ε.Ε. στις 6/3/1995 να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις έξι μήνες μετά τη Διακυβερνητική Διάσκεψη του 1996. Βλ. επίσης τη συνέντευξη του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΑΚΕΛ, Ανδρέα Χρίστου, στον Φιλελεύθερο 13/8/1995, στην οποία αποσαφηνίζεται η αναθεωρημένη μάλλον φιλο-ευρωπαϊκή νέα θέση της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος που θα κατατεθεί για συζήτηση στο Παγκύπριο Συνέδριο. Επισημαίνει ο Χρίστου ότι στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές που θα διεξαχθούν την άνοιξη 1986, το ΑΚΕΛ θα επιδιώξει να συμπεριλάβει στα ψηφοδέλτιά του εξέχουσες φιλοευρωπαϊκές προσωπικότητες.

  
  

  
   Επιστροφή