ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΤΥΠΟΥ Κ' ΜΕΣΩΝ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ

 
 



ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΕΝΟΣ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΤΗΛΕΘΕΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ


 
 
I.  Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΤΡΗΣΕΩΝ ΤΗΛΕΘΕΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
   1.   Η κοινωνική και πολιτική σημασία των δημοσκοπήσεων
   2.   Η έρευνα τηλεθέασης και ακροαματικότητας
 
II.  Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΤΗΛΕΘΕΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
 
III.  ΠΤΥΧΕΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΤΡΗΣΕΩΝ ΤΗΛΕΘΕΑΣΗΣ/ ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΧΡΗΖΟΥΝ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ
 
   1.   Πως προσδιορίζεται η δημοσκόπηση και η μέτρηση τηλεθέασης και ακροαματικότητας, καθώς και οι συναφείς έννοιες
   2.   Συγκρότηση εποπτικού οργάνου
   3.   Πιστοποίηση των ερευνητικών οργανισμών
   4.   Ρυθμίσεις που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ του οργανισμού και των πελατών του
   5.   Ρυθμίσεις σχετικά με τη διεξαγωγή των δημοσκοπήσεων και των μετρήσεων
   6.   Ρυθμίσεις που αφορούν τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των ερευνών
      -   Σχετικά με την ευθύνη οργανισμών και πελατών κατά τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων και των μετρήσεων
      -   Σχετικά με το περιεχόμενο των δημοσκοπήσεων που δημοσιοποιούνται
      -   Σχετικά με το περιεχόμενο των μετρήσεων τηλεθέασης και ακροαματικότητας που δημοσιοποιούνται
      -   Σχετικά με τον έλεγχο αξιοπιστίας των δημοσκοπήσεων και των μετρήσεων που δημοσιοποιούνται
 
IV.  ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ-"ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΟΙΝΗΣ ΓΝΩΜΗΣ ΠΟΥ ΕΜΠΕΡΙΕΧΟΥΝ ΠΡΟΘΕΣΗ ΨΗΦΟΥ"- Ενότητα 4 από τον οδηγό της ESOMAR για τις δημοσκοπήσεις




 
 

 

Ι. Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΤΡΗΣΕΩΝ ΤΗΛΕΘΕΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

 

 

  1. Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΩΝ.


1.1   Οι δημοσκοπήσεις συνιστούν μια σημαντική μορφή  έκφρασης και έμπρακτης εφαρμογής θεμελιωδών ελευθεριών που προβλέπονται από το σύνταγμα και τους νόμους. Για το λόγο αυτό, όχι μόνο αναγνωρίζεται η σημασία τους, αλλά και όλες οι πλευρές οφείλουν να προστατεύουν την ελεύθερη και απρόσκοπτη διεξαγωγή και ανακοίνωση τους και  δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων τους.

 

1.2   Οι δημοσκοπήσεις αποτελούν σημαντικό εργαλείο πληροφόρησης τόσο για τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης, τους οικονομικούς και κοινωνικούς φορείς ή τους πολιτικούς οργανισμούς, όσο και για τους πολίτες.

 

1.3   Οι δημοσκοπήσεις συνιστούν καταγραφή των τάσεων της κοινής γνώμης σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, με τη χρήση στατιστικών μεθόδων, και κατά συνέπεια συνιστούν εκτιμήσεις. Εντούτοις, συχνά, στο δημόσιο διάλογο και ιδιαίτερα στα ΜΜΕ, οι δημοσκοπήσεις εκλαμβάνονται και προβάλλονται  ως προβλέψεις. Το γεγονός αυτό, εξαιτίας κάποιων τάσεων που καταγράφονται ορισμένες φορές στην επικοινωνία, ενδέχεται να συμβάλλει ώστε,  οι δημοσκοπήσεις να μην αποτυπώνουν μόνο τις προθέσεις της κοινής γνώμης, αλλά και να διαμορφώνουν αυτές τις προθέσεις. M’ αυτό συνδέεται πιθανώς και το ότι οι δημοσκοπήσεις δέχονται κατά καιρούς ποικίλες αμφισβητήσεις, ιδιαίτερα δε η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων τους και πιο συγκεκριμένα η χρονική στιγμή και ο τρόπος της δημοσιοποίησης. Οι εν λόγω αμφισβητήσεις είναι ιδιαίτερα έντονες στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες, ακόμα και όταν έχουν τηρηθεί όλοι οι επιστημονικοί και δεοντολογικοί κανόνες, έχουν καταγραφεί τάσεις διαφορετικές από εκείνες που αποτυπώνονται κατά την επίσημη καταγραφή των απόψεων της κοινής γνώμης (λ.χ. κατά την ψηφοφορία).

    Παρόμοια και άλλα γεγονότα έχουν οδηγήσει ορισμένες χώρες (π.χ. Βέλγιο, Γαλλία) να θεσπίσουν κώδικα δεοντολογίας ή ειδικό νόμο που θέτει κανόνες αναφορικά με το χρόνο και τον τρόπο δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων μιας δημοσκόπησης. Έχουν επίσης θεσπίσει ειδικά εποπτικά όργανα που λειτουργούν προληπτικά ή/και κατασταλτικά προκειμένου να τηρηθούν οι διατάξεις του σχετικού κώδικα/νόμου. Σε άλλες πάλι χώρες η δημοσιοποίηση των δημοσκοπήσεων ελέγχεται από τον κώδικα δεοντολογίας και τη νομοθεσία για τα ΜΜΕ και πιο ειδικά από τις διατάξεις σχετικά με τη διασπορά ψευδών ειδήσεων.

 

1.4.Τόσο η θέση περί ειδικών ρυθμίσεων σχετικά με τις δημοσκοπήσεις και τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων τους  όσο και η θέση κατά των ειδικών αυτών ρυθμίσεων έχουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους.  Πιο συγκεκριμένα:

 

1.4.1.     Η θέση υπέρ των ειδικών ρυθμίσεων διαχωρίζει την πληροφόρηση σχετικά με τις προθέσεις της κοινής γνώμης, που αποτελεί δημόσιο αγαθό ύψιστης σημασίας για τη δημοκρατία και το κοινό συμφέρον, από κάθε άλλου είδους πληροφόρηση (ψυχαγωγικά προγράμματα, διαφημίσεις κ.λπ.) των ΜΜΕ, που δεν έχει τέτοιο χαρακτήρα. Έτσι, αποφεύγεται η  ισοπεδωτική αντιμετώπιση διαφόρων κατηγοριών περιεχομένου των ΜΜΕ, που παρατηρείται ορισμένες φορές, και διαφυλάσσεται η ιδιαίτερη σημασία των δημοσκοπήσεων αλλά και της πολιτικής πληροφόρησης εν γένει.

 

   Η θέση υπέρ των ειδικών ρυθμίσεων σχετικά με τις δημοσκοπήσεις, στις περιπτώσεις όπου περιέχει προβλέψεις σχετικά με το ποιος και πως μπορεί να κάνει δημοσκοπήσεις: α)  Θέτει εμπόδια στην εμφάνιση παραπλανητικών δημοσκοπήσεων, αλλά και σε πρακτικές αντιποίησης, κατά τις οποίες διάφορες μη έγκυρες, αναξιόπιστες και μη αντιπροσωπευτικές μετρήσεις της κοινής γνώμης προβάλλονται ως «δημοσκοπήσεις», κάτι που πλήττει ιδιαίτερα το κύρος των δημοσκοπήσεων και συνεπώς τη σημασία τους, αλλά και το επιστημονικό τους κύρος, όπως και το επιστημονικό κύρος όσων διεξάγουν πραγματικά δημοσκοπήσεις. β) Συμβάλλει στην προστασία εκείνων που παραγγέλνουν δημοσκοπήσεις.

 

   Ως αδυναμίες της θέσης υπέρ των ειδικών ρυθμίσεων (ειδικά σχετικά με το χρόνο δημοσίευσης των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων στα ΜΜΕ), όπως άλλωστε αναφέρεται και στον «Οδηγό για τις δημοσκοπήσεις» της ESOMAR,  μπορούν να θεωρηθούν τα εξής: α) οι ρυθμίσεις δημιουργούν δυο κατηγορίες πολιτών: Εκείνους που γνωρίζουν τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων και εκείνους που δεν τα γνωρίζουν, με πιθανό σημαντικό πολιτικό ή οικονομικό όφελος υπέρ των πρώτων. β) Δημιουργείται υπορρήτως η εντύπωση ότι οι πολίτες δεν έχουν την ικανότητα να λαμβάνουν μόνοι τους αποφάσεις για τα κοινά και χρειάζεται κάποιος τους βοηθήσει γι’ αυτό. γ) Τίθενται περιορισμοί στην ελευθερία έκφρασης. Αντίστοιχη απαγόρευση στη Γαλλία κρίθηκε από τον Άρ. Πάγο ότι αντιβαίνει στο άρθρο 10  της Ευρωπαϊκής Σύμβασης σχετικά με την  ελευθερία της έκφρασης.

   Εντούτοις όμως, μπορεί να αναφερθεί ό,τι: οι μνημονευθείσες αδυναμίες αφορούν δευτερεύουσας, «συμβολικής», σημασίας όψεις των δημοσκοπήσεων, ενώ αναφέρονται κυρίως στη δημοσίευσή τους. Η ελευθερία της διεξαγωγής δημοσκοπήσεων και της έκφρασης προστατεύεται σύμφωνα με τις διατάξεις περί ελευθερίας της έκφρασης και πληροφόρησης (άρθρο 14 του Συντάγματος), αλλά παρέχεται η δυνατότητα επιβολής περιορισμών, αναγκαίων για το γενικό και κοινωνικό συμφέρον ή για την προάσπιση δικαιωμάτων τρίτων.

 

1.4.2.     Η θέση κατά των ειδικών ρυθμίσεων προβάλλει ως θεμελιώδες επιχείρημα την ελευθερία της έκφρασης.  Εναποθέτει την τήρηση των κανόνων δεοντολογίας στην ευσυνειδησία των οργανισμών έρευνας και των πελατών τους, στον ανταγωνισμό μεταξύ των οργανισμών που διεξάγουν έρευνες, στην κρίση του κοινού και  στον κώδικα δεοντολογίας για τα ΜΜΕ εν γένει.

 

   Ως αδυναμίες της εν λόγω θέσης θα μπορούσαν να υποδειχθούν: α) Δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά η λανθασμένη δημοσιοποίηση μιας δημοσκόπησης ή η  δημοσιοποίηση μιας παραπλανητικής δημοσκόπησης, ενώ ακόμα και αν αυτές αντιμετωπιστούν εκ των υστέρων, πιθανόν να έχουν επιφέρει κάποια αποτελέσματα. β) Για διάφορους λόγους είναι δυνατό να μην εφαρμόζεται ο κώδικας δεοντολογίας για τα ΜΜΕ, όχι μόνο στην περίπτωση των δημοσκοπήσεων αλλά και σε άλλες περιπτώσεις, όμως στην περίπτωση των δημοσκοπήσεων τα αποτελέσματα της μη εφαρμογής έχουν σοβαρές συνέπειες στο δημόσιο βίο. γ) Δεν εξαλείφονται αποτελεσματικά οι προϋποθέσεις που κάνουν δυνατή την εμφάνιση παραπλανητικών δημοσκοπήσεων ή δημοσκοπήσεων οι οποίες δεν είναι δημοσκοπήσεις, όπως και δεν αποτρέπεται η κυκλοφορία δημοσκοπήσεων από οργανισμούς ερευνών που δεν  πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις. δ) Δεν προστατεύεται πάντα ο πελάτης των οργανισμών ερευνών.  ε) Η θέση κατά των ειδικών ρυθμίσεων ξεκινά από το αξίωμα ότι λειτουργούν οι κανόνες της αγοράς στην περιοχή των δημοσκοπήσεων, κάτι που είτε εμφανώς είτε αφανώς δεν είναι αυτονόητο ή πάντοτε δεδομένο.



2. Η ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΛΕΘΕΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

 

2.1. Η έρευνα τηλεθέασης και ακροαματικότητας, έχει μια ανάλογη αλλά διαφορετική σημασία σε σύγκριση με τις δημοσκοπήσεις. Αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την αποτύπωση των συνηθειών του τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού ακροατηρίου σε σχέση με τα αντίστοιχα περιεχόμενα.

  Υπό την έννοια αυτή, η έρευνα τηλεθέασης και ακροαματικότητας έχει εξαιρετική σημασία για την πληροφόρηση των στελεχών των οργανισμών των ΜΜΕ, των κοινωνικών φορέων και του κοινού, όσον αφορά τις συνήθειες αυτές. Σε συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών ΜΜΕ η εν λόγω πληροφόρηση αποκτά μεγάλη σημασία για την επιβίωση των ραδιοτηλεοπτικών ΜΜΕ, αλλά και για τη διαμόρφωση του περιεχομένου των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών.

    Αυτός είναι και ένας σημαντικός λόγος για τη σύνταξη ρυθμιστικού πλαισίου, το οποίο, και στην περίπτωση των δημοσκοπήσεων, θα διασφαλίζει την διεξαγωγή έγκυρων και αξιόπιστων μετρήσεων, την προστασία των πελατών των εταιρειών μετρήσεων και την αντικειμενική δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των μετρήσεων, αλλά και την ορθή δημόσια εικόνα που έχει το κοινό για τις δικές του τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συνήθειες.

 

2.2. Η έρευνα ποσοτικής αποτύπωσης της συμπεριφοράς του τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού ακροατηρίου παράγει ποσοτικές εκτιμήσεις του μεγέθους διαφόρων (τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών) ακροατηρίων, σύμφωνα με τις ανάγκες αλλά και τις δυνατότητες των εμπλεκομένων μερών.

   Τα εκάστοτε ζητούμενα, η έκταση της διερεύνησης καθώς και το επίπεδο ακρίβειας των εκτιμήσεων, σχετίζονται άμεσα με το θέμα της δαπάνης που απαιτείται για την  έρευνα, καθώς και με το βαθμό της οικονομικής διαθεσιμότητας των εμπλεκομένων μερών.

    Τα εξαγόμενα της ποσοτικής μέτρησης, δηλαδή αυτά καθαυτά τα στοιχεία που παρέχει η έρευνα τηλεθέασης και ραδιοφωνικής ακρόασης, ανήκουν στο χώρο της ποσοτικής αναπαράστασης. Με την έννοια αυτή, η έρευνα ποσοτικής αποτύπωσης της συμπεριφοράς του τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού ακροατηρίου αποτελεί μια κοινωνική σύμβαση, ένα εξαγόμενο της σύγκλισης αναγκών και απαιτήσεων. Τα εμπλεκόμενα μέρη (ΜΜΕ, διαφημιζόμενοι, διαφημιστικές εταιρείες, εταιρείες ερευνών) έχουν κοινό συμφέρον προς την κατεύθυνση ενός πεδίου κοινής αποδοχής, με βάση το οποίο θα προκύψει ένα σύνολο εξαγομένων που θα αποτελούν ένα γενικά αποδεκτό μέτρο συγκρίσεων και ανταλλαγών.

   Τα εξαγόμενα αυτά χρησιμεύουν ως ένα κοινό μέτρο (αναγκαιότητα που προϋποθέτει την μεγαλύτερη δυνατή εγκυρότητα, αντικειμενικότητα και αξιοπιστία τους), ως διάμεσοι κυρίως σε ανταλλακτικές διαδικασίες εμπορικής φύσεως, και στο βαθμό στον οποίο τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ – και στη συγκεκριμένη περίπτωση η τηλεόραση και το ραδιόφωνο- εξαρτούν τη βιωσιμότητά τους από τα διαφημιστικά τους έσοδα.

   Αυτή δηλαδή, η ποσοτικοποιημένη εκδοχή του τηλεοπτικού ακροατηρίου παίζει το ρόλο ενός «κοινού μέτρου», ενός «κοινού νομίσματος».

 

 

ΙΙ. Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΤΗΛΕΘΕΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

 

   Στον κώδικα που έχει συντάξει η ESOMAR, αλλά και ο ΣΕΔΕΑ, αναγνωρίζεται ότι «οι δημοσκοπήσεις κινούνται σε έναν ιδιαίτερα ‘ευαίσθητο’ χώρο, επειδή ασχολούνται με θέματα που κινούν περισσότερο το ευρύτερο δημόσιο αίσθημα, απ’ ότι συμβαίνει συνήθως με τις περισσότερες π.χ. εμπορικές έρευνες». 

   Σε πολύ γενικές γραμμές, η αναγκαιότητα ενός ρυθμιστικού πλαισίου σχετικά με τις δημοσκοπήσεις και τις μετρήσεις τηλεθέασης και ακροαματικότητας προκύπτει από τις αναφορές στην προηγούμενη ενότητα και πιο ειδικά στα σημεία Ι.1.4.1., Ι.1.4.2.  και Ι.2.1.

    Οι πιο πάνω αναφορές δεν αφορούν μόνο τις δημοσκοπήσεις. Αφορούν, αν και με διαφορετικό τρόπο,  και τις μετρήσεις τηλεθέασης και ακροαματικότητας.

   Εκτός των σκέψεων που εκτέθηκαν πιο πάνω, θεωρούμε ότι σημαντική αξία για την θέσπιση ενός ρυθμιστικού πλαισίου για τις δημοσκοπήσεις και τις μετρήσεις τηλεθέασης και ακροαματικότητας έχουν και οι ακόλουθες  παρατηρήσεις:

 

  1. Η πληροφόρηση για τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά πράγματα και ιδιαίτερα για τις προθέσεις της κοινής γνώμης έχει σε κάθε χώρα μεγάλη σημασία. Για ιστορικούς λόγους η σημασία αυτή στη χώρα μας είναι επαυξημένη. Για το λόγο αυτό και τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων (ιδιαίτερα των πολιτικών) καταλαμβάνουν σημαντική θέση στις εφημερίδες, στα δελτία ειδήσεων και στις ενημερωτικές εκπομπές των ηλεκτρονικών ΜΜΕ. 

 

  1. Η πληροφόρηση για τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά πράγματα, αποτελεί δημόσιο αγαθό ύψιστης σημασίας με σημαντικές επιπτώσεις για την κοινωνία, την πολιτική και την οικονομία, γι’ αυτό και διαφέρει από κάθε άλλη πληροφόρηση ή ψυχαγωγία που προσφέρουν τα ΜΜΕ. 

 

  1. Η διαφύλαξη του ως άνω αγαθού εξαρτάται από ορισμένες σημαντικές παραμέτρους της διεξαγωγής και της δημοσιοποίησης των δημοσκοπήσεων και των μετρήσεων τηλεθέασης και ακροαματικότητας:

 

3.1.          Αναφορικά με τη διεξαγωγή των δημοσκοπήσεων και μετρήσεων τηλεθέασης και ακροαματικότητας.

 

3.1.1.     Η διαφύλαξη του δημόσιου αγαθού της πληροφόρησης,  εν πρώτοις, εξαρτάται από το ότι η διεξαγωγή δημοσκοπήσεων θεμελιώνεται και οφείλει να θεμελιώνεται σε συναφείς κανόνες της επιστήμης. Για το λόγο αυτό, όπως κάθε προϊόν που εξαρτάται από την εφαρμογή επιστημονικών κανόνων είναι λογικό να γίνεται από ανθρώπους και οργανισμούς που έχουν τις απαραίτητες τυπικές προϋποθέσεις. Οι προϋποθέσεις που προβλέπονται για τις εμπορικές εταιρείες, ως είναι οι εταιρείες δημοσκοπήσεων, δεν είναι επαρκείς προς αυτή την κατεύθυνση. Λ.χ. παρόμοιες έρευνες διεξάγουν ή μπορεί να διεξάγουν Πανεπιστήμια, ΤΕΙ κ.λπ., που δεν καλύπτονται από την αντίστοιχη νομοθεσία περί εμπορικών επιχειρήσεων. 

   Επιπλέον, όπως κάθε προϊόν, που εξαρτάται από επιστημονικούς κανόνες, έτσι και οι δημοσκοπήσεις και μετρήσεις, είναι σκόπιμο να διεξάγονται σύμφωνα με τους αποδεκτούς επιστημονικά κανόνες παραγωγής του, πολύ δε περισσότερο όταν αυτό αφορά ένα δημόσιο αγαθό. Στο τελευταίο έχουν δώσει ιδιαίτερη έμφαση τόσο η ESOMAR, όσο και ο ΣΕΔΕΑ-η συμβολή του οποίου προς αυτή την κατεύθυνση είναι και οφείλει να παραμείνει σημαντική.  Εντούτοις όμως, όπως προκύπτει από ποικίλες δημόσιες τοποθετήσεις (λ.χ. εκπροσώπων των εταιρειών, δημοσιογράφων, ειδικών επιστημόνων κ.λπ.) είναι αμφίβολο αν τηρούνται αυτοί οι κανόνες κάποιες φορές.

      

·       Είναι ίσως σκόπιμο να προστεθεί, ότι χρειάζεται να προστατευθούν και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων έχουν τα τυπικά προσόντα για να συμμετέχουν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στο σχεδιασμό και την εκτέλεση δημοσκοπήσεων.

 

   Παρόμοιες διαπιστώσεις αφορούν όχι μόνο τη διεξαγωγή δημοσκοπήσεων αλλά και τη διεξαγωγή των μετρήσεων τηλεθέασης και ακροαματικότητας, για τις οποίες   έχουν και διατυπωθεί και διατυπώνονται κατά καιρούς ποικίλες αμφισβητήσεις.

 

3.1.2.     Επιπλέον, η διεξαγωγή των δημοσκοπήσεων εκτός από τους σχετικούς επιστημονικούς, εμπορικούς κ.λπ. κανόνες είναι απαραίτητο να σέβεται και θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις, τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, το απόρρητο, την ανωνυμία, τα προσωπικά δεδομένα κ.λπ. Π.χ. θα πρέπει να κανείς να σκεφτεί αν είναι θεμιτό να διεξάγονται έρευνες κοινής γνώμης, ειδικά αν δεν τηρούνται οι σχετικοί επιστημονικοί κανόνες, με ερωτήματα του τύπου «συμφωνείτε να εγκλείονται οι άνεργοι μετανάστες σε ειδικούς περιορισμένους χώρους συγκέντρωσης προκειμένου να αποφευχθεί η έξαρση της εγκληματικότητας?».

   Ίσως θα πρέπει να υπάρξουν προβλέψεις σχετικά με το αν μπορεί να  διεξάγονται έρευνες κοινής γνώμης για ζητήματα που αφορούν την προσωπική ζωή ή στοιχεία που ανήκουν στη σφαίρα των προσωπικών δεδομένων.

 

·       Υπό ερωτηματικό είναι λ.χ. και το ζήτημα, αν είναι θεμιτό να συμμετέχουν σε δημοσκοπήσεις ή άλλες έρευνες κοινής γνώμης άτομα  ηλικίας κάτω των 14, όπως αναφέρεται και σε σχετικό άρθρο του «Οδηγού για τις δημοσκοπήσεις» της ESOMAR, ειδικά αν οι έρευνες αυτές δεν αφορούν ζητήματα της εκπαίδευσης ή της νέας γενιάς.

 

   Εν μέρει και αυτό το σημείο αφορά τις μετρήσεις τηλεθέασης και ακροαματικότητας, από τη στιγμή που είναι σκόπιμο να προστατεύεται αυστηρά η ανωνυμία των μελών του δείγματος.

   

 

 

3.2.          Κατά δεύτερο και ίσως πιο σημαντικό λόγο, η διαφύλαξη του αγαθού της πληροφόρησης (για τα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά πράγματα),  εξαρτάται, στο βαθμό που το περιεχόμενο της πληροφόρησης είναι τα αποτελέσματα δημοσκοπήσεων και μετρήσεων, από τη δημοσιοποίησης μιας έρευνας που έχει πραγματοποιηθεί.

 

3.2.1.     Βασική αρχή σε κάθε παρόμοια δημοσιοποίηση, όπως προκύπτει από τη διεθνή πρακτική, τα κείμενα της ESOMAR και του ΣΕΔΕΑ, αλλά και τις αρχές που διέπουν το δημόσιο διάλογο,  είναι η αντικειμενική πληροφόρηση. Στην προκειμένη περίπτωση, σημαντική παράμετρος της αντικειμενικής πληροφόρησης, είναι η δημοσιοποίηση της έρευνας όπως  αυτή έχει πραγματοποιηθεί, και των αποτελεσμάτων της όπως αυτά έχουν προκύψει σύμφωνα με τους επιστημονικούς κανόνες. Κάτι που επίσης, και σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό όπως έχει επισημανθεί στο δημόσιο διάλογο από πολλές εμπλεκόμενες πλευρές, ορισμένες φορές δεν τηρείται.

   Για το λόγο αυτό, κατά τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας θα πρέπει όχι μόνο να δημοσιεύεται (κατά το δυνατόν) η πλήρης ταυτότητα της έρευνας, αλλά να παρουσιάζεται με τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο, ώστε να μην αλλοιωθούν τα αποτελέσματά της. Κατά τη δημοσιοποίηση, είναι πιθανό να τηρηθούν οι κανόνες δεοντολογίας από δημοσιογραφική σκοπιά, όχι όμως και από επιστημονική, με πιθανά κοινωνικά, πολιτικά ή οικονομικά αποτελέσματα διαφορετικά από εκείνα που θα είχε η αντικειμενική παρουσίαση μιας έρευνας κοινής γνώμης.  Τόσο σ’ αυτό το σημείο όσο και στο αμέσως επόμενο, σημαντικό ρόλο μπορούν και προτείνεται να παίξουν οι δημοσιογραφικές ενώσεις και τα συλλογικά όργανα των ιδιοκτητών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών.

 

3.2.2.     Όπως κατά τη διεξαγωγή, έτσι και κατά τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων και μετρήσεων, και μάλιστα σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό, εκτός από το σεβασμό της επιστημονικής θεμελίωσης και του χαρακτήρα των ερευνών, είναι σκόπιμο να προστατεύονται οι σχετικές συνταγματικές διατάξεις και τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών.

      Ίσως θα πρέπει να υπάρξουν προβλέψεις σχετικά με το αν μπορεί να  δημοσιοποιούνται έρευνες κοινής γνώμης για ζητήματα που αφορούν στην προσωπική ζωή ή σε στοιχεία που ανήκουν στη σφαίρα των προσωπικών δεδομένων.

 

   Αν και με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα ισχύουν και για τις μετρήσεις τηλεθέασης και ακροαματικότητας. Η δημοσιοποίηση των εν λόγω μετρήσεων οφείλει επίσης να είναι αντικειμενική και αμερόληπτη.

 

  1. Με βάση τις πιο πάνω παρατηρήσεις και λαμβάνοντας υπ’ όψιν:

α) την σημαντική θέση, την οποία καταλαμβάνουν συχνά οι ποικίλες δημοσκοπήσεις στο περιεχόμενο των ΜΜΕ, αλλά και στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας.

β) το έντονο ενδιαφέρον του κοινού για τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά ζητήματα και τις δημοσκοπήσεις.

γ) την αναγκαιότητα τήρησης όλων των σχετικών εμπορικών, επιστημονικών κ.λπ. κανόνων που αφορούν τη διεξαγωγή και τη δημοσιοποίηση των δημοσκοπήσεων και των μετρήσεων τηλεθέασης και ακροαματικότητας, σε συνάρτηση με την εμφάνιση, κατά καιρούς, δημοσκοπήσεων/μετρήσεων, κατά τη διεξαγωγή και τη δημοσιοποίηση των οποίων δεν τηρούνται οι σχετικοί κανόνες,

δ) την αναγκαιότητα σεβασμού θεμελιωδών συνταγματικών διατάξεων και των ατομικών δικαιωμάτων των πολιτών, κατά τη διεξαγωγή και τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων και των μετρήσεων,

ε) τις αμφισβητήσεις που κατά καιρούς εγείρονται εναντίον των δημοσκοπήσεων/μετρήσεων  και των ερευνητικών οργανισμών,

στ) την ενδεχόμενη διεξαγωγή δημοσκοπήσεων από άλλους ιδιωτικούς ή δημόσιους οργανισμούς (λ.χ. Πανεπιστήμια, ΤΕΙ), πέραν των εμπορικών εταιρειών, 

θεωρούμε χρήσιμη τη διαμόρφωση ρυθμιστικού πλαισίου για τις δημοσκοπήσεις. Οι διατάξεις του αποσκοπούν να διασφαλίσουν πλήρως την ελευθερία της διεξαγωγής δημοσκοπήσεων και της δημοσιοποίησης των  αποτελεσμάτων τους. Ταυτόχρονα όμως, διασφαλίζεται η αποτροπή της διενέργειας και της δημοσιοποίησης παραπλανητικών δημοσκοπήσεων, καθώς και δημοσκοπήσεων που παραβιάζουν τους κανόνες της διεξαγωγής τους ή παρουσιάζονται μεροληπτικά, η αποτροπή προβολής άλλων μορφών έρευνας ως δημοσκοπήσεων ή μετρήσεων, η διενέργεια δημοσκοπήσεων από οργανισμούς που έχουν τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις, καθώς και η αποτροπή πιθανής παραβίασης θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων ή άλλων συνταγματικών διατάξεων κατά τη διενέργεια και την δημοσιοποίησή τους. 

   Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, προτείνεται,  το ρυθμιστικό αυτό πλαίσιο, να αφορά εξίσου τόσο τις δημοσκοπήσεις, όσο και τις μετρήσεις τηλεθέασης και ακροαματικότητας.

 

  1.  Η διαφορά του σημαντικού και λεπτομερούς κώδικα που έχει συντάξει ο ΣΕΔΕΑ ή η ESOMAR από το υπό συζήτηση ρυθμιστικό πλαίσιο, έγκειται κυρίως στα εξής σημεία.

Ι. Το υπό συζήτηση ρυθμιστικό πλαίσιο δεν αφορά μόνο τα μέλη του ΣΕΔΕΑ, στον οποίο αυτά συμμετέχουν οικειοθελώς, αλλά κάθε δημόσιο και ιδιωτικό φορέα ο οποίος διεξάγει και δημοσιοποιεί δημοσκοπήσεις.

ΙΙ. Το υπό συζήτηση ρυθμιστικό πλαίσιο δεν αφορά μόνο τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων, αλλά όλη τη διαδικασία της δημοσκόπησης.

ΙΙΙ.  Η τήρηση του υπό συζήτηση ρυθμιστικού πλαισίου, όπως αναφέρεται στη συνέχεια,  συνιστά το έργο μιας ειδικής για το σκοπό αυτό επιτροπής, οι αποφάσεις της οποίας είναι δυνατό να έχουν κυρωτικό χαρακτήρα.

IV. Το υπό συζήτηση ρυθμιστικό πλαίσιο αφορά τόσο τις δημοσκοπήσεις όσο και τις μετρήσεις τηλεθέασης και ακροαματικότητας.

 

  1. Όπως συνάγεται από την αναδρομή στην ανάλογη εμπειρία των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, υπάρχουν βασικά 3 τρόποι ρύθμισης του ζητήματος των δημοσκοπήσεων.

Α) Χώρες στις οποίες δεν υπάρχει ιδιαίτερο ρυθμιστικό πλαίσιο, παρά μόνο ο κώδικας δεοντολογίας των ΜΜΕ που αντιμετωπίζει τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων ως πληροφορίες, οι οποίες και υπάγονται στις διατάξεις του (λ.χ. Μ. Βρετανία, Γερμανία, Σουηδία, Ολλανδία, Ιταλία). Στις χώρες αυτές, κατά κανόνα, ο κώδικας δεοντολογίας για τα ΜΜΕ γίνεται σεβαστός ενώ επιβάλλονται  αυστηρότατες κυρώσεις για διασπορά ψευδών ειδήσεων. Επίσης, σε ορισμένες από τις χώρες αυτές, οι δημοσκοπήσεις δεν έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην πολιτική ζωή της χώρας ούτε και καταλαμβάνουν πρωτεύουσα θέση στο ενημερωτικό περιεχόμενο των ΜΜΕ (π.χ. Ολλανδία).

Β) Χώρες στις οποίες δεν υπάρχει ειδική νομοθεσία για τις δημοσκοπήσεις και τη δημοσιοποίησή τους (Ισπανία), εφαρμόζεται ο κώδικας δεοντολογίας των διαφόρων ΜΜΕ. Ωστοσο, ο εκλογικός νόμος αναθέτει σε ειδικό όργανο (το Κεντρικό Εκλογικό Συμβούλιο) να ελέγχει την τήρηση των διατάξεων για τα ΜΜΕ και να επιβάλει διορθωτικές ανακοινώσεις όταν παραβιάζονται άρθρα σχετικά με τις σφυγμομετρήσεις. 

Γ)  Χώρες στις οποίες υπάρχει ιδιαίτερη νομοθεσία για τη δημοσίευση/και τη διεξαγωγή τους. Λ.χ. στη Γαλλία  ειδικός νόμος ρυθμίζει τον τρόπο και το χρόνο της δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων, ενώ ειδικό εποπτικό όργανο παρακολουθεί την τήρηση της νομοθεσίας και ασκεί έλεγχο στις υπό δημοσίευση δημοσκοπήσεις. Στο Βέλγιο ειδικός νόμος προσδιορίζει τους κανόνες δημοσίευσης των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων, αλλά και τις προδιαγραφές ποιότητας και συμπεριφοράς των ινστιτούτων δημοσκοπήσεων, όπως και τις ποινές που επιβάλλονται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των τελευταίων. Στις χώρες αυτές, οι δημοσκοπήσεις έχουν συχνά μεγάλη κοινωνική και πολιτική σημασία, ενώ επίσης συχνά κατέχουν σημαίνουσα θέση στο ενημερωτικό περιεχόμενο των ΜΜΕ.

 

 

ΙΙΙ. ΠΤΥΧΕΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΤΡΗΣΕΩΝ ΤΗΛΕΘΕΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΠΟΥ ΧΡΗΖΟΥΝ ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ

 

    Η παρουσία και η όποια επιρροή ασκούν οι δημοσκοπήσεις και οι μετρήσεις τηλεθέασης και ακροαματικότητας στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή μιας χώρας δεν είναι ένα στιγμιαίο γεγονός. Η δημοσκόπηση και η μέτρηση τηλεθέασης και ακροαματικότητας δεν είναι απλά ένας πίνακας που εμφανίζεται στη σελίδα της εφημερίδας ή στην οθόνη της τηλεόρασης. Αυτό που εμφανίζεται στα έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ είναι το αποτέλεσμα μιας δημοσκόπησης ή μιας μέτρησης αντίστοιχα. Η ίδια η δημοσκόπηση και η μέτρηση είναι μια διαδικασία που περιλαμβάνει τον ερευνητικό οργανισμό, την διεξαγωγή τους, τη δημόσια κυκλοφορία τους ή τη δημοσιοποίησή τους και τέλος τη διαπραγμάτευσή τους μεταξύ των ειδικών, των δημοσίων προσώπων, των στελεχών των δημοσίων υπηρεσιών, των φορέων κ.ο.κ. Συνεπώς, μια οποιαδήποτε ρύθμιση των δημοσκοπήσεων και των μετρήσεων τηλεθέασης και ακροαματικότητας, αν και σε διαφορετικό βαθμό κάθε φορά και σε κάθε μια από τις δυο αυτές περιπτώσεις, δεν μπορεί παρά να αγγίζει όλες τις βασικές πτυχές της διαδικασίας που προαναφέρθηκε. Άλλωστε, σε ορισμένο βαθμό, το τι και πως δημοσιοποιείται εξαρτάται από το τι και πως έχει παραχθεί.

 

 

1.      ΠΩΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΕΤΑΙ Η ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΗ ΚΑΙ Η ΜΕΤΡΗΣΗ ΘΕΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ/ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

 

   Εδώ, οι πιθανές ρυθμιστικές διατάξεις φορούν στο τι μπορεί να φέρει τον χαρακτηρισμό «δημοσκόπηση» και «μέτρηση τηλεθέασης και ακροαματικότητας» και τι όχι. Η ανάγκη για παρόμοια ρύθμιση προκύπτει από το γεγονός ότι πολλές φορές, ορισμένες μορφές καταγραφής και ανάλυσης της κοινής γνώμης ή μετρήσεις των τηλεθέασης και ακρόασης ‘βαφτίζονται’ αντίστοιχα δημοσκοπήσεις ή μετρήσεις, χωρίς να πληρούν τις απαραίτητες επιστημονικές προϋποθέσεις.

 

1.1.Ως δημοσκόπηση εννοείται «η διερεύνηση της κοινής γνώμης επί συγκεκριμένων πολιτικών ή κοινωνικών ζητημάτων με τη συστηματική συλλογή και την αντικειμενική καταγραφή και ανάλυση απόψεων ή θέσεων ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος, σύμφωνα με τους σχετικούς επιστημονικούς κανόνες, η επεξεργασία των οποίων οδηγεί στην εξαγωγή συμπερασμάτων που αφορούν το σύνολο του αντιπροσωπευόμενου πληθυσμού» 1

1.2.Ως εκλογική δημοσκόπηση εννοείται «η δημοσκόπηση που καταγράφει, σύμφωνα με τη δήλωση των εκλογέων, την πρόθεση ψήφου ή την πράξη της ψήφου (δημοσκοπήσεις έξω από εκλογικά τμήματα).

 

1.3.   Ως μέτρηση τηλεθέασης και ακροαματικότητας αντίστοιχα γίνεται αντιληπτή  η «παρακολούθηση και αποτύπωση του τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού χρόνου, δηλαδή του ιδίου του τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού περιεχομένου σε συσχέτιση με ένα  κατάλληλα, σύμφωνα με τους επιστημονικούς κανόνες, ορισμένο δείγμα τηλεθεατών και ακροατών, ώστε να συγκροτείται –μέσω της παράθεσης ποσοτικών στοιχείων- μια περιγραφή για τη διαμόρφωση και τις συνήθειες του γενικότερου τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού ακροατηρίου».

 

1.4.Ως δείγμα πληθυσμού εννοείται «η αντιπροσωπευτική ομάδα πληθυσμού (σύνολο στατιστικών μονάδων) η οποία επιλέγεται με τη χρήση στατιστικά αποδεκτών (πιθανοθεωρητικών) δειγματοληπτικών μεθόδων. Ένα δείγμα θεωρείται αντιπροσωπευτικό όταν τα συμπεράσματα που εξάγονται μπορούν να γενικευθούν στο σύνολο του πληθυσμού από το οποίο προέρχεται».

   Εδώ είναι χρήσιμο να προστεθεί πως με στόχο την ενδυνάμωση της διαφάνειας και την άρση (κάθε) ασάφειας, προτείνεται όπως οι οργανισμοί ερευνών χρησιμοποιούν μια ενιαία, κοινά αποδεκτή εκτίμηση πληθυσμού, εγκεκριμένη από το συλλογικό τους όργανο. Η χρήση διαφορετικών εκτιμήσεων πληθυσμού από τους διαφορετικούς οργανισμούς ερευνών, όπως συμβαίνει επί του παρόντος, προκαλεί, δικαιολογημένα, σύγχυση.

 

1.5.Ως μέθοδος συλλογής των στοιχείων ορίζεται «ο τρόπος με τον οποίο κατεγράφησαν από τους ερευνητές οι θέσεις οι απόψεις των ερωτώμενων (δείγμα) -στην περίπτωση των δημοσκοπήσεων- ή οι συνήθειες θέασης/ ακρόασης τηλεοπτικών/ραδιοφωνικών περιεχομένων -στην περίπτωση των μετρήσεων τηλεθέασης και ακροαματικότητας».

 

1.6.Ως κάλπη ορίζεται η «δήλωση πρόθεσης ψήφου ή της πράξης ψήφου από τον ερωτώμενο, με την εκ μέρους του συμπλήρωση έντυπου ερωτηματολογίου και την εν συνεχεία τοποθέτησή του σε ομοίωμα ψηφοδόχου, χωρίς τη μεσολάβηση του ερευνητή».

 

1.7.Ερευνητικός οργανισμός είναι ο δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας που παρέχει ολοκληρωμένες και επιστημονικά αποδεκτές υπηρεσίες έρευνας αγοράς, έρευνες κοινής γνώμης και μετρήσεων τηλεθέασης και ακροαματικότητας.

1.8.Ταυτότητα της έρευνας είναι οι ελάχιστες πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στο κοινό εν σχέσει με τον ερευνητικό οργανισμό και τη διαδικασία διεξαγωγής της δημοσιοποιούμενης (δημοσιευόμενης στα έντυπα ΜΜΕ ή μεταδιδόμενης από τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ) έρευνας.

1.9.Υπό το σκεπτικό που εκτέθηκε, ίσως είναι σκόπιμο, κάθε άλλη έρευνα της κοινής γνώμης ή μέτρηση τηλεθέασης και ακροαματικότητας, που δεν τηρεί τους σχετικούς κανόνες να μη φέρει το τίτλο, αντίστοιχα, «δημοσκόπηση»/ «μέτρηση τηλεθέασης και ακροαματικότητας». Κατά την διεξαγωγή της έρευνας η ευθύνη για την τήρηση αυτής της πρόβλεψης λογικά ανήκει στον οργανισμό που διεξάγει την έρευνα. Κατά τη δημοσιοποίηση της έρευνας, εφ’ όσον γίνεται από τον οργανισμό, η ευθύνη επίσης θα πρέπει να βαρύνει τον οργανισμό. Σε περίπτωση που ο πελάτης με δική του πρωτοβουλία και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του οργανισμού παραβιάσει τη σχετική πρόβλεψη, η ευθύνη ανήκει στον ίδιο τον πελάτη. Τέλος, σε περίπτωση που η καταχρηστική χρήση του όρου «δημοσκόπηση» ή «μέτρηση τηλεθέασης/ακροαματικότητας» γίνεται με πρωτοβουλία δημοσιογράφων ή άλλων στελεχών των ΜΜΕ η ευθύνη βαρύνει τους ιδιοκτήτες των οργανισμών ΜΜΕ. 

 

 

2.      ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΕΠΟΠΤΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ

 

    Με βάση τα όσα εκτέθηκαν σχετικά με την αναγκαιότητα διαμόρφωσης ρυθμιστικού πλαισίου για τις δημοσκοπήσεις και τις μετρήσεις, αλλά και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη σχετική εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών κρατών, για την παρακολούθηση της τήρησης των ρυθμίσεων που θα αποφασισθούν, προτείνεται η συγκρότηση επιτροπής, με τον τίτλο «Επιτροπή Δημοσκοπήσεων και Μετρήσεων».

 

·       Αποστολή της επιτροπής είναι να ελέγχει την τήρηση των προβλέψεων του προτεινόμενου ρυθμιστικού πλαισίου σχετικά με τις δημοσκοπήσεις και τις μετρήσεις τηλεθέασης και ακροαματικότητας. 

 

·       Προτείνεται η Επιτροπή να απαρτίζεται από 9 μέλη και πιο ειδικά:

-        Σύμβουλο Επικρατείας (ως  Πρόεδρο)

-        Εκπρόσωπο του ΣΕΔΕΑ

-        Εκπρόσωπο της ΕΙΗΕΑ

-        Εκπρόσωπο της Ένωσης των τηλεοπτικών σταθμών

-        Εκπρόσωπο της Ένωσης των ραδιοφωνικών σταθμών

-        Τρεις (3) ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες

-        Εκπρόσωπο της ΕΣΥΕ

 

·       Προτείνεται όπως οι εμπειρογνώμονες επιλέγονται σύμφωνα με την ειδικότητά τους (η οποία πέρα από σπουδές πρέπει να αποδεικνύεται από την επαγγελματική τους εμπειρία ή/και το δημοσιευμένο τους έργο ή/και το διδακτικό τους έργο).

 

·       Οι εμπειρογνώμονες, τόσο από πλευράς εκπαίδευσης όσο και από πλευράς επαγγελματικής εμπειρίας, δημοσιεύσεων και διδασκαλίας προτείνεται να προέρχονται κατ’ αρχήν από την περιοχή της Πολιτικής Επικοινωνίας, Πολιτικής Επιστήμης, Πολιτικής Ψυχολογίας, Κοινωνικής Ψυχολογίας, Στατιστικής, Κοινωνιολογίας (με ιδιαίτερη ενασχόληση με την πολιτική κοινωνιολογία ή/και την εμπειρική έρευνα), Νομικής.

 

·       Οι εμπειρογνώμονες είναι χρήσιμο να υποδεικνύονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής.

 

·       Προτείνεται όπως η Επιτροπή Δημοσκοπήσεων και Μετρήσεων ασκεί τακτικά δειγματοληπτικούς ελέγχους στις δημοσκοπήσεις και μετρήσεις που διεξάγονται ή/και δημοσιοποιούνται, ενώ στην περίπτωση των δημοσκοπήσεων που διεξάγονται ή/και δημοσιοποιούνται κατά τις προεκλογικές περιόδους (ευρωβουλευτικές, δημοτικές, εθνικές) να ασκεί πλήρη έλεγχο. Η Επιτροπή μπορεί επίσης να διενεργεί εκτάκτως ελέγχους, στις περιπτώσεις εκείνες που υπάρχουν ενδείξεις παραβίασης των προβλέψεων του ρυθμιστικού πλαισίου. Η μέθοδος δειγματοληψίας των ερευνών και μετρήσεων που θα ελέγχονται οφείλει να είναι αντικειμενική και επιστημονικά αποδεκτή.

 

·       Προτείνεται όπως η Επιτροπή Δημοσκοπήσεων και Μετρήσεων όταν διαπιστώνει λάθη ή παραλείψεις κατά τη διεξαγωγή ή την δημοσιοποίηση μιας δημοσκόπησης/μέτρησης που ελέγχθηκε, να συντάσσει ανακοίνωση με την οποία θα ζητά την διόρθωση των λαθών ή παραλείψεων από τον ερευνητικό οργανισμό ή/και το ΜΜΕ αντίστοιχα.

 

·       Προτείνεται όπως η Επιτροπή Δημοσκοπήσεων και Μετρήσεων έχει τη δυνατότητα να συγκροτεί ομάδες εργασίας από ειδικούς επιστήμονες, προκειμένου να ελέγχει γρήγορα και αποτελεσματικά τις αιτήσεις πιστοποίησης, τους φακέλους των δημοσκοπήσεων και των μετρήσεων, τη σύνταξη των απαιτούμενων διορθώσεων για εκείνες τις έρευνες που παρουσιάζουν ελλείψεις και λάθη κ.ο.κ., τη σύνταξη των ανακοινώσεων, για πιθανά λάθη ή παραλείψεις των δημοσκοπήσεων/μετρήσεων που έχουν διεξαχθεί, προκειμένου να δημοσιοποιηθούν στα έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ, που συνιστούν ένα αρκετά μεγάλο όγκο εργασίας.

 

·       Ως αρμοδιότητες της Επιτροπής Δημοσκοπήσεων και Μετρήσεων προτείνονται.

-        Εξέταση των προϋποθέσεων (μέγεθος, σύνθεση και τεχνολογικός εξοπλισμός των ερευνητικών οργανισμών που αιτούνται πιστοποίηση) για τη χορήγηση εγκρίσεων.

-        Χορήγηση εγκρίσεων στους ερευνητικούς οργανισμούς που πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις. 

-        Συλλογή των σχετικών προϋποθέσεων (έγκριση και άδειες από Υπουργείο Εμπορίου κ.λπ.) και χορήγηση πιστοποίησης στους οργανισμούς που την αιτούνται, προκειμένου να κάνουν έναρξη της λειτουργίας τους.

-        Χορήγηση πιστοποίησης στους ερευνητικούς οργανισμούς που την αιτούνται και εγγραφή τους σε σχετικό μητρώο.

-        Σύνταξη και τήρηση του μητρώου πιστοποιημένων και αιτούμενων πιστοποίηση ερευνητικών οργανισμών. 

-        Εξέταση των προϋποθέσεων για επανεγγραφή των αιτούντων ερευνητικών οργανισμών και επανεγγραφή τους σε περίπτωση που πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές.

-        Εξέταση-έλεγχος των φακέλων των δημοσκοπήσεων και των μετρήσεων που διενεργούν οι ερευνητικοί οργανισμοί, καθώς και των δημοσιοποιούμενων δημοσκοπήσεων-μετρήσεων. 

-        Παρακολούθηση των δημοσιοποιούμενων δημοσκοπήσεων και μετρήσεων.

-        Σύνταξη των απαιτούμενων (όπου χρειάζεται) διορθώσεων για λάθη ή παραλείψεις που έχει σημειώσει η Επιτροπή κατά την διεξαγωγή ή τη δημοσιοποίηση των δημοσκοπήσεων και μετρήσεων.

-        Σύνταξη ανακοινώσεων, για πιθανά  λάθη ή  παραλείψεις των ελεγχόμενων δημοσκοπήσεων/ μετρήσεων που δημοσιοποιούνται, οι οποίες θα αποστέλλονται από την Επιτροπή για δημοσιοποίηση τα ΜΜΕ.

-        Διεξαγωγή συνεντεύξεων με τα στελέχη των οργανισμών όταν ο εντοπισμός λαθών και παραλείψεων δεν μπορεί να ολοκληρωθεί με άλλο τρόπο ή και με μέλη του δείγματος, σε περίπτωση που κάτι τέτοιο κριθεί αναγκαίο.

-        Δημιουργία ομάδων εργασίας που θα βοηθούν την Επιτροπή στο ως άνω έργο (λ.χ. προτείνεται όπως ομάδες εργασίας αναλάβουν τις επιμέρους εργασίας όπως αυτές προτείνονται πιο πάνω), ώστε να αυτό να είναι ταχύ, αποτελεσματικό και αξιόπιστο.

-        Προτείνεται όπως η Επιτροπή έχει την αρμοδιότητα να προτείνει με γνωμοδότησή του στο ΕΣΡ, την επιβολή κυρώσεων για παραπλανητικές δημοσκοπήσεις, διασπορά ψευδών ειδήσεων, μη συμμόρφωση με τις παρατηρήσεις της Επιτροπής Δημοσκοπήσεων και Μετρήσεων, σκόπιμη παραποίηση των στοιχείων των δημοσκοπήσεων και μετρήσεων κατά τη δημοσιοποίηση και γενικά για τη μη τήρηση των διατάξεων του προτεινόμενου ρυθμιστικού πλαισίου, όπως περιγράφονται, μετά από εξαντλητική, επισταμένη και πλήρως τεκμηριωμένη απόφαση. Την απόφαση για την επιβολή κυρώσεων, καθώς και τη μορφή των κυρώσεων προτείνεται να τις αποφασίζει το ΕΣΡ.

 

 

3.      ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

 

   Όπως προαναφέρθηκε, ορισμένες φορές διεξάγουν «δημοσκοπήσεις» και «μετρήσεις» οργανισμοί οι οποίοι δεν πληρούν τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Το γεγονός αυτό έχει ή μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την  εμφάνιση παραπλανητικών, μη αξιόπιστων και επιστημονικά αποδεκτών ερευνών και μετρήσεων, με πιθανά κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά αποτελέσματα. Για το λόγο αυτό, οι οργανισμοί που διεξάγουν δημοσκοπήσεις και μετρήσεις, είναι σκόπιμο να διαθέτουν τις κατάλληλες τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις.

 

·       Για την έναρξη λειτουργίας κάθε οργανισμού ερευνών ή οργανισμού μετρήσεων, προτείνεται να  είναι διαθέσιμα  τα σχετικά έγγραφα που πιστοποιούν το καθεστώς λειτουργίας τους. Προβλέπονται 2 είδη οργανισμών δημοσκοπήσεων. Α) ιδιωτικές εταιρείες (ΝΠΙΔ) και Β) δημόσιοι οργανισμοί (ΝΠΔΔ), όπως Πανεπιστήμια και ΤΕΙ.

 

·       Οι ιδιωτικές εταιρείες (ΝΠΙΔ) προτείνεται να πληρούν: α)τις νόμιμες προϋποθέσεις που προβλέπονται σύμφωνα με τη νομική τους μορφή και να διαθέτουν β) την έγκριση της Επιτροπής Δημοσκοπήσεων και Μετρήσεων. Με κριτήριο αυτές τις δυο προϋποθέσεις η Επιτροπή Δημοσκοπήσεων και Μετρήσεων χορηγεί πιστοποίηση έναρξης λειτουργίας των οργανισμών ερευνών.

 

·       Τα ΝΠΔΔ (λ.χ. Πανεπιστήμια, ΤΕΙ) προτείνεται να καταθέτουν στην Επιτροπή Δημοσκοπήσεων και Μετρήσεων α) τον κανονισμό λειτουργίας και την απόφαση ίδρυσης του οργανισμού από το οικείο ΑΕΙ/ΤΕΙ και β) την έγκριση της Επιτροπής Δημοσκοπήσεων και Μετρήσεων. Με κριτήριο αυτές τις δυο προϋποθέσεις η Επιτροπή Δημοσκοπήσεων και Μετρήσεων χορηγεί πιστοποίηση έναρξης λειτουργίας του αντίστοιχου οργανισμού ερευνών.

 

·       Προτείνεται, η έγκριση της Επιτροπής Δημοσκοπήσεων και Μετρήσεων να χορηγείται ύστερα από εξέταση των σχετικών εγγράφων που πιστοποιούν

-        Τον αριθμό, τη σύνθεση  και την εμπειρία του προσωπικού.

-        Τη διαθεσιμότητα του κατάλληλου εξοπλισμού. 

 

·       Επίσης, προτείνεται κάθε οργανισμός ερευνών να εγγράφεται στο μητρώο της Επιτροπής Δημοσκοπήσεων και Μετρήσεων για πέντε (5) χρόνια, όσο διαρκεί και η έγκριση.  Η ανανέωση της έγκρισης και της πιστοποίησης και συνεπώς η παραμονή του οργανισμού στο μητρώο ανανεώνεται κάθε πέντε (5) χρόνια.

 

·       Προτείνεται να συζητηθεί αν μπορούν να ιδρύουν ή να είναι μέτοχοι σε οργανισμούς δημοσκοπήσεων και μετρήσεων οργανισμοί ΜΜΕ, όπως και το αντίστροφο.

 

 

4.      ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΕΛΑΤΩΝ ΤΟΥ

 

   Κατά τη διεξαγωγή και τη δημοσιοποίηση μιας δημοσκόπησης ή μέτρησης εμπλέκονται διάφορες πλευρές. Είναι χρήσιμο οι κανόνες που αφορούν τη διεξαγωγή δημοσκοπήσεων και μετρήσεων να περιέχουν προβλέψεις ειδικά για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των αρχικά συμβαλλομένων μερών, του ερευνητικού οργανισμού και του πελάτη τους. Οι συγκεκριμένες προτάσεις που κατατίθενται έχουν ως εξής:

 

·       Έρευνες κοινής γνώμης ή μετρήσεις τηλεθέασης και ακροαματικότητας μπορεί να παραγγέλνει οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οργανισμός, υπηρεσία κ.λπ. Δεν επιτρέπεται οποιασδήποτε  μορφής απαγόρευση ή παρεμπόδιση των φυσικών ή νομικών προσώπων να παραγγέλνουν δημοσκοπήσεις και μετρήσεις, εφ’ όσον η απόφασή τους για κάτι τέτοιο είναι σύμφωνη με τους νόμους και τον κανονισμό λειτουργίας τους. Προτείνεται, κάθε παρόμοια απαγόρευση ή παρεμπόδιση να αντιμετωπίζεται δραστικά και πιθανόν να επιβάλλονται κυρώσεις.

 

·       Η πνευματική ιδιοκτησία των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων και των μετρήσεων, όπως αυτά περιλαμβάνονται στις σχετικές εκθέσεις παρουσίασής τους, ανήκουν στον φορέα/οργανισμό που σχεδίασε και διεξήγαγε την έρευνα. Οι συγκεκριμένες όψεις της πνευματικής ιδιοκτησίας (όροι, χρονικό διάστημα κ.λπ.). συμφωνούνται και υπογράφονται μεταξύ του πελάτη και του οργανισμού έρευνας.

 

·       Προτείνεται, ο σκοπός, το περιεχόμενο και η χρήση της έρευνας ή της μέτρησης, να συμφωνούνται μεταξύ του οργανισμού και του πελάτη τους και να καταχωρούνται σε σύμβαση, η οποία να υπογράφεται και από τα δυο μέρη. Σε κάθε περίπτωση τα συμφωνηθέντα και υπογραφέντα στη σύμβαση δεν μπορεί να αντίκεινται σε καμία νομική διάταξη. Αντίτυπο της σύμβασης, μαζί με όποια άλλα στοιχεία της έρευνας απαιτηθούν, κατατίθενται στην Επιτροπή Δημοσκοπήσεων και Μετρήσεων,  εάν αυτό τεκμηριωμένα ζητηθεί από την Επιτροπή ή το ΕΣΡ.

 

·       Μεταξύ του πελάτη και του οργανισμού συμφωνούνται και υπογράφονται και όσα αφορούν τη δημοσίευση της έρευνας ή της μέτρησης.

   Σε περίπτωση που ο πελάτης, χωρίς προηγουμένως να έχει συμφωνήσει με τον ερευνητικό οργανισμό, ενεργήσει μονομερώς και προβεί σε δημοσίευση των αποτελεσμάτων της έρευνας ή της μέτρησης, προτείνεται όπως το μέσο επικοινωνίας που θα τα δημοσιοποιήσει να μην επιτρέπεται να  αναφέρει  την ταυτότητα του ερευνητικού οργανισμού.  Επιπλέον, αν ο πελάτης παραχωρήσει προς δημοσιοποίηση μέρος μόνο της έρευνας, προτείνεται όπως το μέσο που θα την καταχωρήσει, να μην επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει το όρο «δημοσκόπηση» ή «μέτρηση» τηλεθέασης/ακροαματικότητας αντίστοιχα.

 

·       Προτείνεται όπως οι ερευνητικοί οργανισμοί διατηρούν το αρχείο των ερευνών που πραγματοποιούν τουλάχιστον για μια πενταετία.

 

 

5.      ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΕΤΡΗΣΕΩΝ.

 

    Στην ενότητα αυτή δεν διατυπώνονται πρότυπα διεξαγωγής ερευνών, κάτι που είναι αρμοδιότητα των ειδικών επιστημόνων, αλλά αναφέρονται συγκεκριμένες συμπεριφορές που έρχονται σε αντίθεση με την τήρηση των επιστημονικών κανόνων αλλά και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών που ερωτώνται ή μετρώνται και των προσώπων για τα οποία πιθανώς θα κληθούν να απαντήσουν, και οι οποίες προτείνεται να  αποφεύγονται.

 

·       Προτείνεται, οι ακόλουθες δραστηριότητες να μη σχετίζονται με κανένα τρόπο με τη διεξαγωγή δημοσκοπήσεων ή μετρήσεων.

-        Η διατύπωση ερωτημάτων, εντός ή εκτός ερωτηματολογίου, στόχος των οποίων είναι η απόκτηση ουσιαστικών πληροφοριών για ιδιώτες, είτε για νομικούς, πολιτικούς, εποπτικούς, προσωπικούς ή άλλους σκοπούς.

-        Η κατάρτιση μητρώων ή τραπεζών δεδομένων για οποιουσδήποτε άλλους σκοπούς πέρα από τη δημοσκόπηση.  Προτείνεται να μην επιτρέπεται η διατήρηση αρχείων με ονοματεπώνυμο ή άλλες ιδιότητες των ερωτώμενων και σε καμία περίπτωση η μεταβίβαση αυτών προς τρίτους

-        Βιομηχανικές, εμπορικές ή οποιεσδήποτε άλλες μορφές κατασκοπείας. 

-        Η απόκτηση πληροφοριών για χρήση κατά τη βαθμολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας ή παρόμοιες υπηρεσίες.

-        Πωλήσεις ή μέθοδοι προώθησης προς τον ερωτώμενο ή μετρούμενο. 

-        Είσπραξη χρεών

-        Άμεσες ή έμμεσες προσπάθειες να επηρεαστεί το κοινό, συμπεριλαμβανόμενων και των ερωτήσεων που μπορούν να επηρεάσουν τη γνώμη ή τη στάση του ερωτώμενου επί οποιουδήποτε θέματος.

-        Η καθ’ οιονδήποτε τρόπο άσκηση πίεσης στον ερωτώμενο ή μετρούμενο, προκειμένου να απαντήσει ή υπόσχεση ανταλλαγμάτων για τον ίδιο σκοπό. 

 

·       Προτείνεται, στις δημοσκοπήσεις να μη συμμετέχουν ως ερωτώμενοι, άτομα κάτω των 14 ετών, ενώ στις μετρήσεις τηλεθέασης και ακροαματικότητας, άτομα κάτω των 4 ετών. Ωστόσο, αν η έρευνα κοινής γνώμης αφορά εκπαιδευτικά ζητήματα ή ζητήματα άμεσα συνδεόμενα με τη νέα γενιά είναι δυνατό να συμμετέχουν άτομα κάτω των 14 ετών, σε καμία όμως περίπτωση άτομα κάτω των 11 ετών.

 

·       Επίσης προτείνεται, για τη διεξαγωγή ερευνών που εμπεριέχουν πρόθεση ψήφου, να περιληφθούν συμπληρωματικά στο προτεινόμενο ρυθμιστικό πλαίσιο, ως παράρτημα και με τη μορφή κώδικα αυτοδέσμευσης,  τα σχετικά άρθρα από την ενότητα 4 «ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΟΙΝΗΣ ΓΝΩΜΗΣ ΠΟΥ ΕΜΠΕΡΙΕΧΟΥΝ ΠΡΟΘΕΣΗ ΨΗΦΟΥ» από τον «Οδηγό για τις δημοσκοπήσεις» της ESOMAR (Βλ. Παράρτημα).

 

 

6.      ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ.

 

      Η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων και των μετρήσεων, αν και δεν είναι το μοναδικό σημείο που προκαλεί ερωτήματα, είναι ωστόσο εκείνο που συγκεντρώνει τους περισσότερους προβληματισμούς και ορισμένες φορές τις περισσότερες κριτικές.

   Η δημοσιοποίηση (δημοσίευση ή μετάδοση) μέσω των ΜΜΕ των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων και των μετρήσεων είναι μια σύνθετη διαδικασία. Για το λόγο αυτό οι προτεινόμενες ρυθμίσεις αναπτύσσονται σε περισσότερες της μιας ενότητες.

   Σκοπός των προτεινόμενων ρυθμίσεων στην παρούσα ενότητα είναι να περιοριστεί ο βαθμός στον οποίο η δημοσιοποίηση των δημοσκοπήσεων και των μετρήσεων, παραβιάζει τους σχετικούς επιστημονικούς κανόνες και δεοντολογία,  και να παραμείνει κυρίως μια περιγραφή των τάσεων της κοινής γνώμης ή των συνηθειών του τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού ακροατηρίου.

 

 

6.1.Σχετικά Με Την Ευθύνη Οργανισμών Και Πελατών Κατά Τη Δημοσιοποίηση Των Αποτελεσμάτων των Δημοσκοπήσεων Και Των Μετρήσεων

 

·       Προτείνεται όπως δικαίωμα δημοσίευσης αποτελεσμάτων δημοσκοπήσεων και μετρήσεων τηλεθέασης/ακροαματικότητας έχουν εκείνοι οι οργανισμοί οι οποίοι διαθέτουν την πιστοποίηση της Επιτροπής Δημοσκοπήσεων και Μετρήσεων. Άλλες έρευνες ή μετρήσεις μπορούν να δημοσιεύονται, χωρίς όμως να φέρουν τους αντίστοιχους τίτλους και με την υπόμνηση ότι οι οργανισμοί που τις διεξάγουν δεν διαθέτουν την πιστοποίησης της Επιτροπής Δημοσκοπήσεων και Μετρήσεων. Προτείνεται να εξαιρούνται οι επιστημονικές έρευνες που διεξάγουν ερευνητικές ομάδες Πανεπιστημίων, ΤΕΙ, Επιστημονικών Ινστιτούτων κ.λπ.

 

·       Προτείνεται, η με οποιονδήποτε τρόπο δημοσιοποίηση, μέσω των ΜΜΕ,  των αποτελεσμάτων μιας δημοσκόπησης ή μιας μέτρησης να γίνεται πάντα σε συνεργασία με τον οργανισμό που σχεδίασε και υλοποίησε την έρευνα. Αυτό θα πρέπει να προβλέπεται στη σύμβαση μεταξύ του πελάτη και του οργανισμού. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει ή δεν επιτευχθεί παρόμοια συμφωνία, προτείνεται, ο ερευνητικός οργανισμός να δικαιούται να απαγορεύσει στον πελάτη  τη χρήση του ονόματός του κατά τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας.

 

·       Ο οργανισμός δεν θα πρέπει να ευθύνεται για το περιεχόμενο δημοσίευσης που έγινε από τον πελάτη κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνιών ή από τρίτους μη δικαιούμενους (όπως προαναφέρθηκε).

 

·       Προτείνεται, σε περίπτωση που κάποιο ΜΜΕ δημοσιεύσει ή μεταδώσει αποτελέσματα δημοσκόπησης ή μέτρησης, χωρίς ο ερευνητικός οργανισμός να έχει συμφωνήσει με το περιεχόμενο της ανακοίνωσης αυτής, ο τελευταίος να μπορεί να ζητήσει τη δημοσίευση ή τη μετάδοση ανακοίνωσης με περιεχόμενο την παροχή διευκρινίσεων, επεξηγήσεων ή διορθώσεων αναφορικά με τη δημοσιοποιηθείσα  δημοσκόπηση ή μέτρηση. Η ανακοίνωση πρέπει να δημοσιευθεί στο ίδιο σημείο και με τα ίδια γράμματα ή να μεταδοθεί την ίδια ώρα και στην ίδια εκπομπή που είχαν δημοσιευθεί ή μεταδοθεί τα ελλιπή ή λανθασμένα αποτελέσματα δημοσκόπησης/ μέτρηση και σε περίπτωση εκλογικών δημοσκοπήσεων, μέσα στο χρονικό διάστημα που ο νόμος προβλέπει για τη δυνατότητα δημοσιοποίησης δημοσκοπήσεων πριν την ημέρα των εκλογών.  Προτείνεται, όπως σε περίπτωση μη ανταπόκρισης του συγκεκριμένου ΜΜΕ που ευθύνεται για τη δημοσιοποίηση ελλιπών ή λανθασμένων αποτελεσμάτων, η Επιτροπή εισηγείται στο ΕΣΡ την επιβολή κυρώσεων στους ιδιοκτήτες αυτού του ΜΜΕ.

 

 

6.2. Σχετικά Με Το Περιεχόμενο Των Δημοσκοπήσεων Που Δημοσιοποιούνται

 

·       Η ταυτότητα μιας δημοσκόπησης αποτελεί σημαντικό στοιχείο που μπορεί να επηρεάσει την ερμηνεία των αποτελεσμάτων της. Για το λόγο αυτό προτείνεται, σε κάθε δημοσιοποίηση αποτελεσμάτων δημοσκόπησης στα έντυπα ΜΜΕ (εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία) να αναφέρονται τα ακόλουθα στοιχεία της ταυτότητας της έρευνας:

1.     Η επωνυμία του οργανισμού που σχεδίασε και διεξήγαγε την έρευνα.

2.     Το ονοματεπώνυμο και η ιδιότητα ή η επωνυμία και το αντικείμενο του πελάτη, για λογαριασμό του οποίου έγινε η έρευνα.

3.     Ο σκοπός της έρευνας.

4.     Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του δείγματος

5.     Το μέγεθος του δείγματος και η γεωγραφική του κάλυψη.

6.     Ο ημερολογιακός χρόνος συλλογής των στοιχείων (ημερομηνίες επιτόπιας εργασίας).

7.     Η μέθοδος δειγματοληψίας που χρησιμοποιήθηκε και στην περίπτωση τυχαίων δειγμάτων, ο βαθμός επιτυχίας που επετεύχθη-το ποσοστό των ατόμων που απάντησαν σε σχέση με εκείνους που ερωτήθηκαν.

8.     Η μέθοδος συλλογής των στοιχείων (προσωπική, τηλεφωνική συνέντευξη, κάλπη κ.λπ.).

9.     Οι ερωτήσεις που υπεβλήθησαν.

10.  Το στατιστικό σφάλμα εν σχέσει με τα αποτελέσματα της έρευνας. Προτείνεται, το στατιστικό σφάλμα να αναφέρεται όχι μόνο για το σύνολο της έρευνας, αλλά και για κάθε ερώτηση ξεχωριστά.

11.  Οι ελάχιστες βάσεις. Προτείνεται, αναλύσεις σε βάσεις κάτω των 100 ατόμων να θεωρούνται ενδεικτικές, ενώ να  απαγορεύεται η ανάλυση βάσεων κάτω των 60 ατόμων.

12.  Η στατιστική στάθμιση του δείγματος.

13.  Το μέγεθος και η σύνθεση της ερευνητικής ομάδας.

14.  Τα ποσοστά των ατόμων που έδωσαν την απάντηση «Δεν απαντώ/ δεν γνωρίζω/ δεν θα ψηφίσω (σε περίπτωση εκλογικής δημοσκόπησης).

 

·       Στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ για ποικίλους λόγους δεν είναι πάντα δυνατή η πλήρης δημοσιοποίηση της ταυτότητας της έρευνας όπως αυτή εκτέθηκε πιο πάνω. Αυτό είναι ιδιαίτερα ορατό στα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων. Κατά τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της δημοσκόπησης στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, προτείνεται, να αναφέρονται υποχρεωτικά τουλάχιστον τα στοιχεία  1, 2, 4, 5, 6 από την ταυτότητα της έρευνας. Εντούτοις αν πρόκειται για τηλεοπτικές εκπομπές λόγου ή ένθετα στα δελτία ειδήσεων, είναι δυνατό να αναφέρονται περισσότερα στοιχεία της ταυτότητας της έρευνας και ειδικότερα αν πρόκειται για εκλογικές δημοσκοπήσεις, επιπλέον τα σημεία 2, 8, 9,  10, 14. Το σημείο 14 είναι απαραίτητο να αναφέρεται στις εκλογικές δημοσκοπήσεις (και στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ).

 

·       Όταν πρόκειται για εκλογική δημοσκόπηση, προτείνεται, η δημοσίευση ή μετάδοση να περιλαμβάνει τις ακόλουθες κατηγορίες ερωτημάτων:

Ø     Τα υπαρκτά κόμματα (υποχρεωτικά όσα έχουν κοινοβουλευτική παρουσία)

Ø     Άλλο (ποιο να αναφέρεται)

Ø     Λευκό/Άκυρο

Ø     Δεν έχω αποφασίσει

Ø     Δεν απαντώ

Ø     Δεν θα ψηφίσω

 

·       Στην περίπτωση που μια εκλογική δημοσκόπηση δημοσιεύεται κατά την τελευταία εβδομάδα που ο νόμος επιτρέπει τη δημοσιοποίηση αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων, προτείνεται ως πρώτο στοιχείο της ταυτότητας της έρευνας να αναφέρεται ο χρόνος συλλογής των απαντήσεων.

 

·       Προτείνεται, τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων που δημοσιοποιούνται μέσω των έντυπων και ηλεκτρονικών ΜΜΕ, να παρουσιάζονται κατ’ αρχήν από στελέχη- ειδικούς επιστήμονες του οργανισμού που διεξήγαγε τη δημοσκόπηση, πριν γίνουν αντικείμενο δημοσιογραφικού σχολιασμού. Η δημοσιογραφική ανάλυση οφείλει να σέβεται τα αποτελέσματα που παρουσιάζουν τα στελέχη-ειδικοί επιστήμονες του ερευνητικού οργανισμού.

 

·       Στην περίπτωση εκείνη που δημοσιοποιούνται (μέσω των ηλεκτρονικών ή εντύπων ΜΜΕ) συγκριτικά, αποτελέσματα διαφορετικών δημοσκοπήσεων που έχουν διεξάγει διαφορετικοί οργανισμοί ή ο ίδιος οργανισμός σε διαφορετικές χρονικές στιγμές,  προτείνεται να περιλαμβάνονται στη δημοσιοποίηση όλα τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων. Επίσης προτείνεται να μην επιτρέπεται η συγχώνευση αποτελεσμάτων διαφορετικών ερευνών διαφορετικών οργανισμών, χωρίς την παρουσία στελεχών-ειδικών τουλάχιστον ενός εκ των οργανισμών που διεξήγαγε μια απ’ αυτές. 

    Αν δημοσιοποιούνται συγκριτικά, αποτελέσματα δημοσκοπήσεων κατά τις οποίες χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικές μέθοδοι συλλογής των στοιχείων (π.χ. μια στην οποία χρησιμοποιήθηκε κάλπη και μια άλλη στην οποία χρησιμοποιήθηκε τηλεφωνική συνέντευξη), προτείνεται αυτό να αναφέρεται υποχρεωτικά.

 

·       Έχοντας υπ’ όψιν τα όσα προαναφέρθηκαν στην δεύτερη ενότητα (περί αναγκαιότητας ρυθμιστικού πλαισίου), προτείνεται οι δημοσκοπήσεις που δημοσιοποιούνται να μην περιέχουν μειωτικά (από πολιτική, ηθική ή κοινωνική άποψη) ερωτήματα σχετικά με τα πρόσωπα ή τους φορείς για τους οποίους ερωτώνται τα μέλη του δείγματος.

 

·       Επίσης έχοντας υπ’ όψιν τα αναφερθέντα στη δεύτερη ενότητα, προτείνεται, να μην περιλαμβάνονται, στα ερωτηματολόγια των δημοσκοπήσεων που δημοσιοποιούνται, ερωτήσεις που αμφισβητούν θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις, τα ατομικά δικαιώματα και τα προσωπικά δεδομένα των ερωτώμενων ή των προσώπων για τα οποία μέλη του δείγματος καλούνται να απαντήσουν

 

·       Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι με βάση τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων ζητείται συχνά από τους ερευνητικούς οργανισμούς να γίνονται προβλέψεις, είναι απαραίτητο:

Ø     Κατά τη δημοσιοποίηση της δημοσκόπησης να γίνεται  διαχωρισμός των αποτελεσμάτων της έρευνας από την ερμηνεία τους, η οποία μπορεί γίνεται από ποικίλα πρόσωπα (τον πελάτη, στελέχη του ερευνητικού οργανισμού, δημοσιογράφους, πολιτικούς κ.λπ.),

Ø     Να δημοσιεύεται, έστω και συνοπτικά, η μέθοδος που ακολουθήθηκε για την πρόβλεψη. 

Ø     Στην περίπτωση των εκλογικών δημοσκοπήσεων, όταν η έρευνα δημοσιοποιείται την τελευταία εβδομάδα κατά την οποία επιτρέπεται δημοσιοποίηση πριν από τις εκλογές, η έναρξη συλλογής των στοιχείων να μην απέχει πλέον των 15 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης.

 

 

6.3 Σχετικά Με Το περιεχόμενο Των Μετρήσεων Τηλεθέασης Και Ακροαματικότητας Που Δημοσιοποιούνται

 

·       Όπως και στις δημοσκοπήσεις έτσι και στις έρευνες τηλεθέασης και ακροαματικότητας, η ταυτότητα της έρευνας αποτελεί σημαντικό στοιχείο που μπορεί να επηρεάσει την ερμηνεία των αποτελεσμάτων της. Για το λόγο αυτό προτείνεται, σε κάθε δημοσιοποίηση αποτελεσμάτων μέτρησης στα έντυπα ΜΜΕ (εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία) να αναφέρονται τα ακόλουθα στοιχεία της ταυτότητας της έρευνας:

 

1.     Η επωνυμία του οργανισμού που σχεδίασε και διεξήγαγε την έρευνα.

2.     Το ονοματεπώνυμο και η ιδιότητα ή η επωνυμία και το αντικείμενο του πελάτη, για λογαριασμό του οποίου έγινε η μέτρηση.

3.     Ο σκοπός της μέτρησης.

4.     Το μέγεθος του δείγματος και η γεωγραφική του κάλυψη.

5.     Τα χαρακτηριστικά του δείγματος

6.     Ο μετρούμενος πληθυσμός

7.     Ο πληθυσμός αναφοράς

8.     Η μέθοδος συλλογής των στοιχείων

9.     Ο συνολικός χρόνος (χωρίς διαφημίσεις) διάρκειας της μετρούμενης εκπομπής

10.  Ο χρόνος, έναρξη-λήξη της μετρούμενης εκπομπής

15.  Το μέγεθος και η σύνθεση της ερευνητικής ομάδας.

 

Ø     Σε περίπτωση που η έρευνα τηλεθέασης και ακροαματικότητας γίνεται με τη χρήση ερωτηματολογίων, προτείνεται να ισχύουν ό,τι για τις δημοσκοπήσεις.

 

·       Στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ για ποικίλους λόγους δεν είναι πάντα δυνατή η πλήρης δημοσιοποίηση της ταυτότητας της μέτρησης όπως αυτή εκτέθηκε προηγουμένως. Κατά τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της μέτρησης στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, προτείνεται, να αναφέρονται υποχρεωτικά τουλάχιστον τα στοιχεία  1, 4, 6, 9, 10 από την ταυτότητα της μέτρησης

 

·       Προτείνεται να αναγράφεται με σαφήνεια κάθε φορά σε τι ακριβώς αναφέρονται τα ποσοστά τηλεθέασης ή ακροαματικότητας ή οι απόλυτοι αριθμοί που αναφέρονται στο συνολικό πληθυσμό της έρευνας τηλεθέασης και ακροαματικότητας, καθώς και το ποσοστό όσων δεν απάντησαν για όποιο λόγο, από το δείγμα, σε σχέση με το συνολικό –κάθε φορά- αριθμό των ατόμων του δείγματος τα οποία ερωτήθηκαν.

 

·       Έχουν διαπιστωθεί περιπτώσεις κατά τις οποίες τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθμοί δημοσιεύουν (κυρίως στον Τύπο, αλλά και στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ) στοιχεία τηλεθέασης/ακροαματικότητας, με έναν επιλεκτικό χαρακτήρα, ώστε να ευνοούνται σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους. Τα στοιχεία αυτά αφορούν σε μια συγκεκριμένη χρονική ζώνη, σε επίπεδο ημέρας, ημερών, εβδομάδας ή και μεγαλύτερης χρονικής περιόδου. Προτείνεται όπως, στα συνολικά μερίδια τηλεθέασης/ακροαματικότητας αναγράφονται  και τα συνολικά μερίδια τηλεθέασης τουλάχιστον πέντε τηλεοπτικών/ραδιοφωνικών (αντίστοιχα) σταθμών, με την ίδια οικογένεια και μέγεθος γραμμάτων που χρησιμοποιούνται για τα προβαλλόμενα στοιχεία, για την ίδια χρονική περίοδο (ημέρας, ημερών, εβδομάδας ή και μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας) για τη σαφέστερη πληροφόρηση του κοινού προς το οποίο απευθύνεται η συγκεκριμένη δημοσίευση/μετάδοση.

 

·       Η δημοσιοποίηση δια των ΜΜΕ στρεβλών, παραπλανητικών αποτελεσμάτων, τα οποία πιθανώς να υπαγορεύονται από την οποιαδήποτε σκοπιμότητα, δεν αφίσταται του αδικήματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων, και θα πρέπει να τύχει της ίδιας νομικής αντιμετώπισης.

 

·       Εάν οι προβλεπόμενοι από το ρυθμιστικό πλαίσιο που προτείνεται μηχανισμοί ελέγχου δεν αποτρέψουν το ενδεχόμενο της διασποράς ψευδών ειδήσεων, και το αδίκημα τεκμηριωθεί με εκ των υστέρων έλεγχο, είτε για τον ερευνητικό οργανισμό ή για εκείνο ή εκείνα τα ΜΜΕ τα οποία ενδεχόμενα προέβησαν σε αθέλητες ή ηθελημένες αλλοιώσεις/στρεβλώσεις της συγκεκριμένης πληροφορίας, το αδίκημα δεν παύει να υφίσταται.

 

·       Προτείνεται να ληφθεί μέριμνα ώστε το ευρύτερο κοινό καθώς και κάθε –εν γένει- ενδιαφερόμενος πληροφορούνται συνοπτικά, με σαφήνεια και εμπεριστατωμένα, μέσω των εντύπων και ηλεκτρονικών μέσων, ή και μέσω συγκεκριμένης διεύθυνσης/ιστοσελίδας στο Διαδίκτυο, τα σχετικά με την έρευνα τηλεθέασης/ακροαματικότητας και την ταυτότητά της.



6.4. Σχετικά Με Τον Έλεγχο Αξιοπιστίας Των

       Δημοσκοπήσεων Και Μετρήσεων Που Δημοσιοποιούνται

 

·       Για την καλλίτερη εφαρμογή των προβλέψεων του προτεινόμενου ρυθμιστικού πλαισίου προτείνεται, όπως ο οργανισμός έρευνας ή το μέσο που δημοσιοποίησε την έρευνα/μέτρηση να είναι έτοιμος/μο, όταν υπάρξει σχετικό αίτημα από την Επιτροπή Δημοσκοπήσεων και Μετρήσεων, να δώσει τις απαραίτητες επιπλέον πληροφορίες για τις μεθόδους της έρευνας και τη δημοσιοποίησή της. Σε κάθε περίπτωση η ανταπόκριση του οργανισμού  ή του ΜΜΕ που δημοσιοποίησε την έρευνα θα πρέπει να ολοκληρώνεται σε μια ημερολογιακή εβδομάδα, όταν παρόμοιο αίτημα υπάρξει από την Επιτροπή Δημοσκοπήσεων και Μετρήσεων.

 

·       Για τον ίδιο λόγο προτείνεται όπως, ταυτόχρονα με τη δημοσιοποίηση μιας δημοσκόπησης/μέτρησης,  ο οργανισμός που τη διεξήγαγε να αποστέλλει στην Επιτροπή Δημοσκοπήσεων και Μετρήσεων  τον πλήρη φάκελο της δημοσκόπησης/μέτρησης. Σε αυτόν να περιλαμβάνονται τα πλήρη στοιχεία της ταυτότητας της έρευνας όπως αυτά περιγράφηκαν πιο πάνω.

 

·       Σε περίπτωση που υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι δεν τηρήθηκαν οι σχετικοί επιστημονικοί και άλλοι κανόνες διεξαγωγής της δημοσκόπησης/μέτρησης, προτείνεται, η Επιτροπή Δημοσκοπήσεων και Μετρήσεων να έχει τη δυνατότητα να ζητά από τον οργανισμό που διεξήγαγε τη δημοσκόπηση/μέτρηση συμπληρωματικά στοιχεία όπως: τα σώματα των συμπληρωμένων ερωτηματολογίων που συλλέχθηκαν, τα ονόματα και τις ιδιότητες των ατόμων που πήραν μέρος στο σχεδιασμό και την υλοποίηση της έρευνας κ.λπ. Αν η Επιτροπή το κρίνει απαραίτητο, μπορεί να ζητά συνέντευξη με τα άτομα αυτά, καθώς και με τα στελέχη των οργανισμών ερευνών. Επίσης προτείνεται όπως, αν η Επιτροπή θεωρήσει σκόπιμο, να έχει τη δυνατότητα να ελέγχει το πεδίο έρευνας (τα άτομα που ερωτήθηκαν κατά τη συλλογή των απαντήσεων).

   Προτείνεται όπως οι ερευνητικοί οργανισμοί ανταποκρίνονται άμεσα και δίνουν τα πλήρη στοιχεία της έρευνας και της διεξαγωγής της όταν αυτό ζητηθεί από την Επιτροπή.    Σε περίπτωση που διαπιστωθούν παραβάσεις, οι υπεύθυνοι (τα στελέχη του οργανισμού δημοσκοπήσεων ή/και οι πελάτες ή/και οι υπεύθυνοι των ΜΜΕ-ανάλογα με ποίου ευθύνη δημοσιεύθηκαν με στη συγκεκριμένη τους μορφή τα αποτελέσματα της έρευνας) να υποχρεούνται να δημοσιεύσουν αμέσως τις διορθώσεις που ενδεχομένως ζητήσει η Επιτροπή Δημοσκοπήσεων και Μετρήσεων.

 

·       Οι διορθώσεις θα πρέπει να δημοσιοποιούνται στο  ίδιο σημείο και με τα ίδια γράμματα ή να μεταδοθούν την ίδια ώρα και στην ίδια εκπομπή που είχαν δημοσιευθεί ή μεταδοθεί τα ελλιπή ή λανθασμένα αποτελέσματα δημοσκόπησης. Αν πρόκειται για εκλογική δημοσκόπηση, η δημοσιοποίηση των διορθώσεων θα πρέπει να γίνει οπωσδήποτε πριν τη διεξαγωγή των εκλογών, τις οποίες αφορά η συγκεκριμένη δημοσκόπηση και πάντως μέσα στο χρονικό διάστημα που ο νόμος προβλέπει για τη δυνατότητα δημοσιοποίησης δημοσκοπήσεων πριν την ημέρα των εκλογών.  Προτείνεται όπως σε περίπτωση απροθυμίας των υπευθύνων για τις ελλείψεις ή τα λάθη στη δημοσιοποίηση της δημοσκόπησης, η Επιτροπή να μπορεί να εισηγείται στο ΕΣΡ την επιβολή κυρώσεων. 


 

 

IV. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΗΣ ESOMAR) ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΙΣ

 

4. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ ΤΗΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΟΙΝΗΣ ΓΝΩΜΗΣ ΠΟΥ ΕΜΠΕΡΙΕΧΟΥΝ ΠΡΟΘΕΣΗ ΨΗΦΟΥ

4.1 Εισαγωγή στον κανονισμό
Ισχύουν όλα τα παρακάτω άρθρα του Κανονισμού τα οποία επικεντρώνονται στην διεξαγωγή των Ερευνών Κοινής Γνώμης που εμπεριέχουν Πρόθεση Ψήφου, είτε διεξάγονται κατά την προεκλογική περίοδο, είτε όχι.
Ο κανονισμός αυτός έχει δύο κύριους στόχους: Να προστατεύσει τα συμφέροντα του ψηφοφόρου σε μια δημοκρατία και να προστατεύσει την αξιοπιστία των ερευνών της αγοράς και της κοινής γνώμης.

4.1.1 Προστασία των συμφερόντων του ψηφοφόρου σε μια δημοκρατία
Ο πρώτος στόχος αυτών των οδηγιών είναι να διασφαλιστεί ότι οι οργανισμοί δημοσκοπήσεων λαμβάνουν όλα τα πιθανά τεχνικά μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι οι δημοσκοπήσεις που δημοσιεύονται χρονικώς κοντά στο ζωτικό σημείο της απόφασης για τους ψηφοφόρους αποτελούν αντικειμενικό οδηγό της κατάστασης της κοινής γνώμης και των προθέσεων των ψηφοφόρων.
Η διαδικασία της δειγματοληψίας δεν μπορεί να εγγυηθεί μια μέτρηση υψηλής ακριβείας από κάθε συγκεκριμένη δημοσκόπηση. Επίσης, η μέτρηση των δεδηλωμένων προθέσεων ψήφου δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι όλοι οι ψηφοφόροι στην πράξη θα ψηφίσουν σύμφωνα με τις προηγουμένως δηλωθείσες προθέσεις τους για την ψήφο. Τα άτομα αλλάζουν γνώμη, μερικά ακόμη και κατά το τελευταίο δευτερόλεπτο πριν ρίξουν το ψηφοδέλτιό τους στην κάλπη. Οι οργανώσεις δημοσκοπήσεις, ιδιαιτέρως εκείνες που δημοσιεύονται τις τελευταίες μέρες μιας προεκλογικής εκστρατείας, παρέχουν αξιόπιστες και αντικειμενικές πληροφορίες.

4.1.2 Προστασία της φήμης της έρευνας της αγοράς
Ο δεύτερος στόχος αυτού του Κανονισμού είναι η προστασία της δημόσιας φήμης των ερευνών της αγοράς που χρησιμοποιούν δειγματοληπτικές μεθόδους. Προεκλογικές δημοσκοπήσεις που δημοσιεύονται τις τελευταίες μέρες μιας προεκλογικής εκστρατείας έχουν σημαντική επιρροή επ΄ αυτού του στόχου. Αναπόφευκτα αντιμετωπίζονται ως προβλέψεις του εκλογικού αποτελέσματος. Αν και είναι αληθές ότι οι δημοσκοπήσεις αποτελούν ένα στιγμιότυπο των προθέσεων σ΄ ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο, η δημοσιοποίηση αυτού του στιγμιότυπου στα πολύ τελευταία στάδια μιας προεκλογικής εκστρατείας σχεδόν παντού αντιμετωπίζεται από τα μέσα ενημέρωσης ως πρόβλεψη. Γενικώς οι διεξάγοντες τις δημοσκοπήσεις δεν έχουν αμφισβητήσει αποτελεσματικώς αυτή τη χρήση των στοιχείων των δημοσκοπήσεων, εν μέρει διότι το παρελθόν των δημοσκοπήσεων στην "πρόβλεψη" των αποτελεσμάτων είναι καλό.

Σε ορισμένες χώρες όπου περιορίζεται η δημοσίευση των δημοσκοπήσεων στα τελικά στάδια μιας εκστρατείας, οι δημοσκοπήσεις που βασίζονται σε πανεθνικά δείγματα συχνά διεξάγονται κατά την ημέρα της ψηφοφορίας ή την προηγούμενη για δημοσίευση εντός λεπτών μετά το κλείσιμο των εκλογικών τμημάτων. Επίσης έχει καταστεί κοινότατη η διεξαγωγή των δημοσκοπήσεων κατά την έξοδο από τα εκλογικά τμήματα (των γνωστών ως "exit polls", με συνεντεύξεις των ψηφοφόρων όταν εξέρχονται από τα εκλογικά τμήματα). Αυτές οι δημοσκοπήσεις ενδέχεται να αντιμετωπιστούν ακόμη περισσότερο ως δημοσκοπήσεις προβλέψεων. Η ακρίβειά τους έχει εξίσου μεγάλη σημασία για τη δημόσια εικόνα της έρευνας της αγοράς, αν και δεν παίζουν κανένα ρόλο στην πληροφόρηση του ψηφοφόρου κατά τη δημοκρατική διαδικασία.

Οι προεκλογικές δημοσκοπήσεις αποτελούν μία εμφανώς δημόσια δοκιμασία της δειγματοληπτικής θεωρίας και της διαδικασίας της έρευνας στην πράξη. Οι δημοσκοπήσεις έχουν καλή φήμη για την ακρίβειά τους αλλά η δημοσκόπηση που συμπτωματικώς φαίνεται να είναι λανθασμένη τυγχάνει εκτεταμένης δημοσιότητας από τα μέσα ενημέρωσης. Ο τίτλος "Λανθασμένες οι Δημοσκοπήσεις" αποτελεί είδηση και παίρνει ευρεία κάλυψη. "Ορθές οι Δημοσκοπήσεις" είναι ένας τίτλος που ποτέ δεν γράφεται. Η ESOMAR ελπίζει ότι αυτοί οι κανόνες θα συμβάλλουν στην τεχνική εκπαίδευση των δημοσιογράφων που είναι υπεύθυνοι για το ρεπορτάζ περί δημοσκοπήσεων. Παρ΄ όλα αυτά, ιδιαίτερη προσοχή δέον να ασκείται από τους οργανισμού δημοσκοπήσεων προκειμένου να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος του "λανθασμένου αποτελέσματος".

4.2. Κανόνες
Στα παρακάτω τμήματα εξετάζονται μερικά κρίσιμα τεχνικά θέματα για τη διεξαγωγή των προεκλογικών δημοσκοπήσεων και παρατίθεται ένας κανονισμός για την καλή πρακτική. Η σειρά των θεμάτων δε στοχεύει να υποδείξει τη σχετική σημασία ή την προτεραιότητά τους.

4.2.1. Γενικός Σχεδιασμός
Ένα μείζον θέμα στον σχεδιασμό των προεκλογικών δημοσκοπήσεων είναι ο συμβιβασμός των μάλλον αντικρουόμενων αναγκών για αφ΄ ενός μεγάλα μεγέθη δείγματος και αφ΄ ετέρου για ημερομηνίες επιτόπιας εργασίας όσο το δυνατόν πλησιέστερες προς την ημέρα της ψηφοφορίας Μεγαλύτερα δείγματα παράγουν πιο αξιόπιστες μετρήσεις αλλά ταυτοχρόνως χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να διεξαχθούν.
Αυτός ο παράγων με τη σειρά του τα καθιστά λιγότερο ενημερωμένα από ό,τι μια έρευνα με μικρότερο δείγμα που γίνεται αργότερα.

Κανόνας: Ιστορικά, σε εκλογές με ευμετάβλητα εκλογικά σώματα, η εγγύτητα της επί τόπου εργασίας προς την ημερομηνία των εκλογών υπήρξε σημαντικότερη από το μέγεθος του δείγματος ή από την ποιότητα της δειγματοληψίας. Αν συλλεγούν πολύ μεγάλα δείγματα, τα γεγονότα της εκστρατείας ίσως επηρέασουν τους ψηφοφόρους μετά τη συμπλήρωση του μεγαλύτερου μέρους της επί τόπου εργασίας και πριν από την ανάλυση και δημοσίευση των πορισμάτων της δημοσκόπησης.

4.2.2 Χρονικός προσδιορισμός της επιτόπου εργασίας
Οποιοσδήποτε επιδιώξει να κρίνει τις δημοσκοπήσεις είναι βέβαιο πως θα αποφασίσει ότι η ημερομηνία της δημοσίευσης μιας δημοσκόπησης έχει ιδιαίτερη σημασία. Ανεξαρτήτως από το πότε έλαβαν χώρα οι συνεντεύξεις, η ημερομηνία δημοσίευσης είναι ο σημαντικός παράγων όταν κρίνεται η συμβολή της δημοσκόπησης στην εκλογική διαδικασία. Οι οργανισμοί δημοσκοπήσεων δέον να έχουν την ευθύνη να διασφαλίζουν ότι οι δημοσκοπήσεις που δημοσιεύονται στα πολύ τελευταία στάδια μιας εκλογής είναι πιθανόν να αποτελούν μια δίκαιη απεικόνιση της κοινής γνώμης όσο το δυνατόν πλησιέστερα προς το τέλος της εκστρατείας.

Κανόνας: Οι εταιρίες δημοσκοπήσεων δέον να περιορίζουν τον κίνδυνο του "λανθασμένου αποτελέσματος" με την ελαχιστοποίηση του χρόνου που διήλθε μεταξύ της επί τόπου εργασίας και της δημοσίευσης. Η δημοσκόπηση είναι περισσότερο πιθανό να επιτύχει ένα καλό αντιπροσωπευτικό δείγμα αν η περίοδος της επί τόπου εργασίας περιλαμβάνει κάποιο χρόνο τα βράδια όταν οι ψηφοφόροι που είναι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης είναι διαθέσιμοι για συνεντεύξεις.

4.2.3 Μέγεθος δείγματος
Η μέτρηση του ποσοστού ψήφων για ένα κόμμα υπόκειται στα κανονικά στατιστικά όρια εμπιστοσύνης για δειγματοληπτικές έρευνες. Δύο παράγοντες επηρεάζουν το μέγεθος του ορίου εμπιστοσύνης οποιουδήποτε ποσοστού κόμματος. Ο πρώτος είναι το απόλυτο όριο υποστήριξης για ένα κόμμα. Όσο πλησιέστερα αυτό φθάνει στο 50% τόσο ευρύτερο θα είναι το όριο εμπιστοσύνης γύρω από τον υπολογισμό του ποσοστού. Ο δεύτερος είναι το μέγεθος του δείγματος από το οποίο ελήφθησαν οι συνεντεύξεις προκειμένου να γίνει ο υπολογισμός. Στις περισσότερες προεκλογικές δημοσκοπήσεις, το μέγεθος του δείγματος είναι ο σημαντικότερος παράγων εκ των δύο. Στις χώρες με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, η μέτρηση του ποσοστού ψήφου για κάθε κόμμα στις προεκλογικές δημοσκοπήσεις αποτελεί δίκαιη ένδειξη του εκλογικού αποτελέσματος. Ενδέχεται αυτό να μην ισχύει σε άλλα εκλογικά συστήματα. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, ο νικητής σε κάθε εκλογική περιφέρεια είναι ο υποψήφιος που λαμβάνει τις περισσότερες ψήφους. Παρ΄ όλα αυτά, το καλύτερο που μπορούν να κάνουν οι δημοσκοπήσεις είναι να υπολογίσουν το ποσοστό των ψήφων που θα λάβει το κάθε κόμμα σε πανεθνικό επίπεδο. Το κύριο στατιστικό στοιχείο που αναφέρουν τα μέσα ενημέρωσης είναι το χάσμα στα ποσοστά ψήφων μεταξύ των κυρίων κομμάτων. Και είναι η μέτρηση του χάσματος που περιέχει πολύ μεγαλύτερα όρια εμπιστοσύνης από εκείνα της μέτρησης του ποσοστού ενός συγκεκριμένου κόμματος. Οι οργανισμοί δημοσκοπήσεων συχνά παρουσιάζουν το περιθώριο σφάλματος των δημοσκοπήσεών τους ως (συν/πλην) +/-3%. Ίσως αυτό να είναι ορθό για ένα μόνο κόμμα αλλά σπανίως είναι ορθό για το βασικό στοιχείο που ενδιαφέρει τα μέσα ενημέρωσης, και που είναι το χάσμα μεταξύ των κύριων κομμάτων. Μια δημοσκόπηση που δημιουργεί ένα όριο εμπιστοσύνης 95% του +/-3% στο ποσοστό για ένα από τα κύρια κόμματα θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα αντίστοιχο όριο εμπιστοσύνης του +/-5,7% στο χάσμα μεταξύ των δύο κυρίων κομμάτων.

Κανόνας: Ως ελάχιστο μέγεθος αστάθμιστου δείγματος, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιεί ως βάση για περαιτέρω αναλύσεις, ορίζονται τα εξήντα (60) άτομα. Σε βάσεις κάτω των 60 ατόμων δεν γίνονται αναλύσεις, ενώ σε βάσει αστάθμιστου δείγματος 60 έως 100 ατόμων απαιτείται διευκρινιστική σημείωση, η οποία θα δηλώνει ότι οι συγκεκριμένες αναλύσεις είναι μόνο ενδεικτικές.

4.2.4. Κατανομή δείγματος
Στις ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν δύο κύριες μεθόδοι κατά την επιλογή των δειγμάτων για συνεντεύξεις πρόσωπο με πρόσωπο.

Μέθοδος 1
Επιλέξτε σημεία δειγματοληψίας αναλόγως με τον αριθμό των ψηφοφόρων. Τότε, σε κάθε επιλεγμένο σημείο δειγματοληψίας λάβετε έναν ίσο αριθμό συνεντεύξεων. Ο κανών για δείγματα που χρησιμοποιούν αυτή τη μέθοδο δέον να είναι η μεγιστοποίηση του αριθμού των σημείων δειγματοληψίας και η ελαχιστοποίηση του αριθμού των συνεντεύξεων που διεξάγονται σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο σημείο δειγματοληψίας. Αυτό συνεπάγεται την ελαχιστοποίηση του αριθμού των συνεντεύξεων που διεξάγονται από έναν συγκεκριμένο ερευνητή.

Κανόνας: Υπάρχει εμπειρική ένδειξη ότι αν ο αριθμός των συνεντεύξεων ανά σημείο δειγματοληψίας υπερβαίνει τις 12, τότε η επιρροή της αυξημένης απόκλισης των ερευνητών υπερτερεί έναντι του αυξημένου μεγέθους του δείγματος. Για το λόγο αυτό ο αριθμός ερωτηματολογίων ανά σημείο εκκίνησης ορίζεται maximum σε 12.

Μέθοδος 2
Επιλέξτε σημεία δειγματοληψίας με ίση πιθανότητα αλλά κατόπιν λάβετε διαφορετικό αριθμό συνεντεύξεων σε κάθε περιοχή, που καθορίζεται από το μέγεθος του εκλογικού σώματος στην περιοχή.

Κανόνας: Οι δημοσκοπήσεις που χρησιμοποιούν αυτή τη μέθοδο δέον και πάλι να στοχεύουν στην ελαχιστοποίηση του αριθμού των συνεντεύξεων που διεξάγονται από ένα συγκεκριμένο ερευνητή και να τηρείται ο ανώτατος αριθμός των 12.

Κανόνας: Και για τις δύο μεθόδους, ο σχεδιασμός του δείγματος δέον να δίνει προτεραιότητα στη μεγιστοποίηση του αριθμού των σημείων δειγματοληψίας και στην ελαχιστοποίηση του αριθμού των συνεντεύξεων που διεξάγονται από τον κάθε ερευνητή.

4.2.5 Συνεντεύξεις από Τηλεφώνου
Συζητείται από τεχνικής άποψης η χρήση των συνεντεύξεων από τηλεφώνου για τις δημοσκοπήσει. Κατ΄ αρχήν, οι τηλεφωνικές έρευνες προσφέρουν τυχαία δείγματα υψηλής ποιότητας και χωρίς να είναι συγκεντρωμένα, με ταχεία συμπλήρωση της επιτόπου εργασίας. Ωστόσο, στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπάρχει 100% κατοχή τηλεφώνου. Η κατοχή ή διάθεση τηλεφώνου συχνά συσχετίζεται με την πρόθεση ψήφου. Δηλαδή τα άτομα με τα οποία δεν είναι δυνατό να υπάρξει τηλεφωνική επαφή είναι πιθανότερο να υποστηρίζουν το ένα παρά το άλλο από τα κόμματα που συμμετέχουν στην εκλογή. Αυτό ίσως ισχύει και για τους κατόχους τηλεφώνου που δεν είναι καταχωρημένοι στον τηλεφωνικό κατάλογο.

Κανόνας: Λόγω της ιδιάζουσας υφής του μέσου, του αδιευκρίνιστου κατά περίπτωση ποσοστού κατοχής τηλεφώνου (γεγονός που είναι σοβαρά πιθανό να οδηγεί σε μη αντιπροσωπευτικά δείγματα), δε συνιστάται η δημοσιοποίηση αποτελεσμάτων πρόθεσης ψήφου. Σχετικά στοιχεία μπορεί να χρησιμοποιούνται στην ανάλυση της έρευνας, όχι όμως για την εκτίμηση της δύναμης των κομμάτων γιατί είναι απολύτως ενδεικτικά.
Η όποια δημοσιοποίηση αποτελεσμάτων πρόθεσης ψήφου πρέπει να γίνεται κάτω από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) Εξακριβωμένο ποσοστό οικιακής κατοχής τηλεφώνου του υπό μελέτη πληθυσμού μεγαλύτερο του 90%.
β) Δείγμα 1.000 τουλάχιστον ψηφοφόρων στο λεκανοπέδιο Αττικής και αντίστοιχα μεγαλύτερο για ευρύτερες καλύψεις πληθυσμού.
γ) Υποχρεωτική αναγραφή στην ταυτότητα της έρευνας των ποσοστών μη επαφής, ακαταλληλότητας ερωτωμένων, άρνησης συνέντευξης και της φράσης : "Στην έρευνα δε χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της κάλπης, κατά τεκμήριο ακριβέστερη ως προς την αποτύπωση της δύναμης των κομμάτων".
δ) Υποχρεωτικό, σύντομο σχολιασμό των αποτελεσμάτων της έρευνας από την εταιρεία που την πραγματοποίησε, η οποία και γνωρίζει ασφαλέστερα τα ερευνητικά όρια της μεθόδου και οφείλει να α λάβει υπ΄΄ όψιν της στην ερμηνεία και ανάλυση των αποτελεσμάτων.
ε) Γενικότερα στις τηλεφωνικές έρευνες η απουσία φυσικού πλαισίου συζήτησης είναι υποχρεωτικό να υποκαθίσταται με εκτεταμένη εισαγωγική συζήτηση (warm up), ώστε ο ερωτώμενος, τουλάχιστον νοητικά να προσεγγίζει την πραγματική κατάσταση επί της οποίας ερωτάται.
στ) Για τους ίδιους λόγους στις τηλεφωνικές έρευνες η διερεύνηση των υπό μελέτη θεμάτων, επιβάλλεται να είναι θεματικά ενδελεχής και ταυτόχρονα η προτεινόμενη λίστα απαντήσεων πλήρης (exhaustive).

Σε χώρες με υψηλή κατοχή τηλεφώνων, είναι ίσως δυνατή η καθιέρωση σταθμικών συστημάτων που αναπληρώνουν κατά μεγάλο ποσοστό τη μη αντιπροσωπευτικότητα των τηλεφωνικών δειγμάτων.


Κανόνας: Αν τα τηλεφωνικά δείγματα χρησιμοποιούνται για τις δημοσκοπήσεις, οι οργανισμοί δημοσκοπήσεων δέον να προβαίνουν σε διορθώσεις για την τυχόν υπο-αντιπροσωπευτικότητα των υποστηρικτών συγκεκριμένων πολιτικών κομμάτων. Οι απλές προσαρμογές του δημογραφικού προφίλ γενικά δε θα είναι επαρκείς.

4.2.6 Στάθμιση
Προκειμένου να διεξάγονται ταχείες έρευνες με μεγάλα δείγματα, οι περισσότερες προεκλογικές δημοσκοπήσεις που βασίζονται σε συνεντεύξεις πρόσωπο με πρόσωπο χρησιμοποιούν δειγματοληπτικές μεθόδους ποσοστώσεων. Η εφαρμογή απλών δημογραφικών σταθμίσεων για να εξασφαλιστεί μία ορθή ισορροπία δείγματος είναι συνήθως καλή πρακτική. Αν ορισμένα τμήματα του εκλογικού σώματος έχουν υποστεί εσκεμμένη υπερ-δειγματοληψία, τότε θα πρέπει να γίνεται χρήση της στάθμισης για να αποκατασταθεί η ορθή ισορροπία. (Βλέπε Τμήμα 4.2.11 για πρόσθετες πληροφορίες).

Κανόνας: Το δημογραφικό προφίλ των πρεκλογικών δημοσκοπήσεων δέον να ελέγχεται για αντιπροσωπευτικότητα και, εν ανάγκη, να εφαρμόζεται η στάθμιση για να αντιπροσωπεύεται το εκλογικό σώμα ορθώς. Οι εταιρείες δημοσκοπήσεων δέον να διασφαλίζουν ότι το πληθυσμιακό προφίλ που χρησιμοποιείται είναι εκείνο των ψηφοφόρων που έχουν το δικαίωμα ψήφου αντί για το φυσικότερο προφίλ όλων των ενηλίκων που χρησιμοποιείται στην εμπορική έρευνα αγοράς.


4.2.7 Προσαρμογές
Ενδέχεται σε ορισμένες συνθήκες οι οργανισμοί δημοσκοπήσεων να αισθάνονται ότι το αποτέλεσμα των προεκλογικών τους δημοσκοπήσεων δεν αποτελεί ακριβή οδηγό του πιθανού αποτελέσματος. Το πιο πρόδηλο παράδειγμα είναι όταν η πρόθεση ψηφοφορίας εκείνων με υψηλή πιθανότητα να ρίξουν ψήφο στην κάλπη είναι διαφορετική από το σύνολο του δείγματος.
Σε ορισμένες χώρες συνηθίζεται να μετράται η δήλωση ψήφου που έγινε στην προηγούμενη εκλογή και να χρησιμοποιείται για την προσαρμογή της εκτιμώμενης ψήφισης στην τρέχουσα έρευνα. Στη Δανία και τη Γαλλία αυτό αποτελεί σημαντική διαδικασία βελτίωσης της ποιότητας. Ωστόσο, αυτή η μέθοδος έχει επίσης αποδειχθεί ότι δεν λειτουργεί καλά σε αριθμό άλλων χωρών.

Η εμπειρία έχει δείξει ότι οι μετρήσεις της πρόθεσης ψήφου σε μερικές χώρες χρειάζονται προσαρμογή για να παράσχουν αξιόπιστο οδηγό της κοινής γνώμης. Σ΄ αυτές τις χώρες, η στρατηγική της στάθμισης ή της προσαρμογής των οργανισμών δημοσκοπήσεων ίσως είναι εμπιστευτική γι΄ αυτή την εταιρεία για λόγους ανταγωνισμού. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπου η προσαρμογή γίνεται μέσω μιας σταθερής και συστηματικής διαδικασίας και δεν υπόκειται σε κάποιο "αισθητήριο", τότε η εταιρεία δημοσκόπησης ίσως να επιθυμεί να αποκρύψει τα πλήρη στοιχεία της μεθόδου της.

Κανόνας: Οι οργανισμοί δημοσκοπήσεων δε θα πρέπει να προβαίνουν σε οποιεσδήποτε προσαρμογές στα απλά πορίσματα των δημοσκοπήσεων που δεν μπορούν να τεκμηριώνονται και να ορίζονται πριν από την έκδοση των αποτελεσμάτων. Οποιεσδήποτε προσαρμογές θα πρέπει να επιδέχονται επανάληψη και δικαιολόγηση. Προσαρμογές που γίνονται από "αισθητήριο" είναι απαράδεκτες.

Αποτελεί καλή πρακτική για προεκλογικές δημοσκοπήσεις να μετρώνται βασικές μεταβλητές ελέγχου, όπως είναι η πιθανότητα συμμετοχής στην ψηφοφορία, και να εξετάζεται αν το απλό πόρισμα της δημοσκόπησης θα πρέπει να προσαρμόζεται βάσει αυτών. Όπου γίνονται προσαρμογές στα "απλά" πορίσματα των δημοσκοπήσεων, αυτό θα πρέπει να σημειώνεται στη δημοσίευση των στοιχείων των πορισμάτων.


4.2.8 Περιεχόμενο της έρευνας
Οι προεκλογικές δημοσκοπήσεις αποκτούν μεγαλύτερη πολιτική και κοινωνική αξία αν δεν περιορίζονται απλώς στη μέτρηση της πρόθεσης ψηφοφορίας αλλά όταν επίσης ερευνούν τους λόγους για την επιλογή κόμματος καθώς και τις γνώμες για σημαντικά θέματα της προεκλογικής εκστρατείας.

Κανόνας: Όπου τούτο είναι δυνατόν, οι προεκλογικές δημοσκοπήσεις δέον να μετρούν τους λόγους για την επιλογή κόμματος ή και τη στάση για τα θέματα ή άλλες πτυχές της εκστρατείας.

4.2.9 Χρονοσειρές
Οι οργανισμοί δημοσκοπήσεων χρησιμοποιούν διαφορετικούς μεθοδολογικούς σχεδιασμούς. Η έννοια μιας τελικής προεκλογικής δημοσκόπησης είναι πολύ ευκολότερο να καθοριστεί αν αυτή αποτελεί την τελευταία μιας σειράς δημοσκοπήσεων που διεξήγαγε ο ίδιος οργανισμός στη διάρκεια της εκστρατείας.

Κανόνας: Η εγκυρότητα των μεθόδων που χρησιμοποιούνται από έναν οργανισμό μπορεί να κριθεί καλύτερα αν παράγει μια σειρά εκτιμήσεων της πρόθεσης ψήφου στη διάρκεια της εκστρατείας. Οποιαδήποτε διαφορά θα καταστεί εμφανής μετά από σύγκριση με τις δημοσιευμένες δημοσκοπήσεις άλλων οργανισμών.

4.2.10 Συνεπής σχεδιασμός
Η δυνατότητα να κρίνεται μία τελική προεκλογική δημοσκόπηση σε σύγκριση με προηγούμενες δημοσκοπήσεις από τον ίδιο οργανισμό αποδυναμώνεται αν ο οργανισμός μεταβάλλει βασικές πτυχές της μεθοδολογίας του για την τελική δημοσκόπηση. Θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι υπάρχει όφελος αν οι οργανισμοί δημοσκοπήσεων βελτιώνουν τη μεθοδολογική ποιότητα του σχεδιασμού που χρησιμοποιούν για την τελική δημοσκόπηση. Πρόκειται όμως για αδύναμο επιχείρημα. Πρώτον, περιορίζει τη δυνατότητα σύγκρισης με σειρά δημοσκοπήσεων από τον ίδιο οργανισμό δημοσκοπήσεων, Και δεύτερον, δίνει την εντύπωση ότι ορισμένες προεκλογικές δημοσκοπήσεις μπορεί να είναι χαμηλότερης ποιότητας. Ωστόσο, αν οι δημοσκοπήσεις πρόκειται να συμβάλλουν έγκυρα στην πληροφόρηση της πολιτικής διαδικασίας, θα πρέπει όλες να είναι υψηλής ποιότητας. Μια πολιτική ποιότητας δύο επιπέδων υπονομεύει την αξία των δημοσκοπήσεων.

Κανόνας: Οι οργανισμοί δημοσκοπήσεων δέον να προσπαθούν να κρατούν τα στοιχεία της μεθοδολογίας τους σταθερά σε όλη τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Αυτό ισχύει ιδιαιτέρως για τη μέθοδο δειγματοληψίας, τη διατύπωση των ερωτήσεων και τη σειρά των ερωτήσεων για την πρόθεση ψήφου. Δεν ισχύει για το μέγεθος του δείγματος. Οφείλουν, επίσης, να αναφέρουν τον τρόπο με τον οποίο έγινε η στάθμιση και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε το θέμα των ετεροδημοτών.

4.2.11 Μεταβλητές ελέγχου
Είναι δυνατόν να λαμβάνονται συνεντεύξεις από ένα δείγμα που είναι αντιπροσωπευτικό όσον αφορά ηλικία, φύλο και κοινωνική θέση αλλά και πάλι να μην είναι ένα πολιτικώς αντιπροσωπευτικό δείγμα. Για παράδειγμα, στο παραπάνω Τμήμα 4.2.2 έγινε αναφορά στο θέμα της αντιπροσώπευσης εργαζόμενων ψηφοφόρων με την εξασφάλιση ότι η περίοδος της επί τόπου εργασίας θα περιλαμβάνει και ορισμένες συνεντεύξεις τα βράδια.

Θα ήταν καλή πρακτική σε μία προεκλογική δημοσκόπηση να περιλαμβάνεται και η συλλογή πληροφοριών που συσχετίζονται με τη συμπεριφορά κατά την ψηφοφορία που όμως δεν αποτελούν τμήμα του ελέγχου του ποσοστού. Το στοιχείο αυτό θα πρέπει να έχει γνωστή διείσδυση (ποσοστό) από εναλλακτικές πηγές.

Για παράδειγμα, στη Βρετανία, η ιδιότητα μέλους ενός συνδικάτου μπορεί να χρησιμεύσει γι΄ αυτόν τον σκοπό. Συσχετίζεται με την υποστήριξη ενός κόμματος και δε θα πρέπει να μεταβάλλει τη διείσδυσή του (ποσοστό) ουσιαστικώς από έρευνα σε έρευνα. Αν μία δημογραφικώς αντιπροσωπευτική δημοσκόπηση δημιουργεί μια εκτίμηση συμμετοχής σε συνδικάτο που είναι υπερβολικά υψηλή, τότε η δημοσκόπηση ενδεχομένως υπερτονίζει την ψήφο υπέρ του Εργατικού Κόμματος. Σε άλλες χώρες, οι μεταβλητές, όπως θρησκεία ή ομιλούμενη γλώσσα, ίσως αποτελούν μεταβλητές ελέγχου, αν δεν έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί στον σχεδιασμό των ελέγχων ποσοστώσεων των ερευνών.

Κανόνας: Οι εταιρείες δημοσκοπήσεων θα πρέπει να ενθαρρύνονται να δημιουργούν μεταβλητές ελέγχου για λόγους στάθμισης των δειγμάτων. Στη χρονική περίοδο μεταξύ εκλογών είναι δυνατόν να μετρώνται οι εκλογικές επιπτώσεις μιας υπέρ - ή υπο-αντιπροσωπευτικότητας της μεταβλητής ελέγχου.

4.2.12 "Παράδοξες" Δημοσκοπήσεις
Σύμφωνα με τη θεωρία των πιθανοτήτων, μία δημοσκόπηση στις είκοσι ενδέχεται να δίνει αποτελέσματα που εκφεύγουν από τα φυσιολογικά όρια εμπιστοσύνης που είναι 95%. Οι οργανισμοί δημοσκοπήσεων γενικά κάνουν τη δουλειά τους καλύτερα από ό,τι λέει η θεωρία της πιθανότητας, διότι σχεδιάζουν τις έρευνες τους κατά τρόπο που να περιορίζουν τους κινδύνους σφάλματος. Παρ΄ όλα αυτά, ένας οργανισμός δημοσκοπήσεων ενδέχεται να βρεθεί σε μία προεκλογική δημοσκόπηση που είναι εκτός γραμμής με όλες τις διαθέσιμες ενδείξεις της προεκλογικής εκστρατείας μέχρι αυτού του σημείου.
Συνήθως, υπάρχει ελάχιστος διαθέσιμος χρόνος μεταξύ της λήψης του τελικού αποτελέσματος και της συγγραφής του κειμένου για δημοσίευση.
Ίσως είναι δυνατόν να επιτευχθεί νέα επαφή από τηλεφώνου με ορισμένους από τους ερωτώμενους από προηγούμενες έρευνες για να ελεγχθεί μήπως έχουν μεταβάλει γνώμη κατά τρόπο που να υποστηρίζει τα ασυνήθιστα πορίσματα της τελικής δημοσκόπησης.

Κανόνας: Είναι απαράδεκτο να αποσιωπάται μία προεκλογική δημοσκόπηση που φαίνεται να είναι εκτός γραμμής με προηγούμενες δημοσκοπήσεις, εκτός αν διαπιστώνεται μια έγκυρη τεχνική αιτία του γιατί η δημοσκόπηση είναι λανθασμένη. Είναι επίσης απαράδεκτο να γίνεται κάποια προσαρμογή από "συναίσθημα". Η δημοσκόπηση δέον να δημοσιεύεται με κατάλληλη προειδοποίηση για το ασυνήθιστο αποτέλεσμά της. Η πιθανότητα είναι 20 προς 1 υπέρ της ακρίβειας της δημοσκόπησης και οι ψηφοφόροι πράγματι αλλάζουν γνώμη ακόμη και εντός του εκλογικού τμήματος.

4.2.13 Δημοσκοπήσεις κατά την έξοδο από τις κάλπες
Ένα όλο και πιο δημοφιλές στοιχείο της τηλεοπτικής κάλυψης κατά τη βραδιά των εκλογών είναι οι δημοσκοπήσεις κατά την έξοδο από τα εκλογικά τμήματα (γνωστές ως "exit polls"). Αυτές δε βασίζονται σε πανεθνικώς αντιπροσωπευτικά δείγματα ψηφοφόρων που ερωτώνται για τις προθέσεις της ψηφοφορίας τους. Βασίζονται σε επιλογή τυχαία ή συστηματική, ψηφοφόρων που εξέρχονται δειγματοληπτικά επιλεγμένα εκλογικά τμήματα. Οι τεχνικές απαιτήσεις αυτού του είδους των δημοσκοπήσεων είναι πολύ διαφορετικές από τις προεκλογικές δημοσκοπήσεις και εκφεύγουν του πλαισίου αυτών των οδηγιών.
Η μεθοδολογία των "exit polls" διαφέρει από χώρα σε χώρα και ακόμη εξελίσσεται.
Οι εκλογές αποτελούν αρκετά σπάνια γεγονότα και είναι αδύνατον να δοκιμαστούν οι μέθοδοι των "exit polls" εκτός των εκλογών. Θα χρειαστούν μερικά χρόνια πριν καταστεί δυνατόν να παρασχεθούν οδηγίες για τη διεξαγωγή των "exit polls".

4.2.14 Τοπικοί νόμοι
Όλες οι προεκλογικές δημοσκοπήσεις δέον να διεξάγονται σύμφωνα με τους τοπικούς νόμους. Αν οποιοιδήποτε κανόνες σ΄ αυτόν τον Κανονισμό παραβαίνουν την τοπική νομοθεσία τότε οι τοπικοί νόμοι δέον να έχουν το προβάδισμα.

 



[1] Ο ορισμός αυτός αποτελεί αντιγραφή του ορισμού που προτείνει ο ΣΕΔΕΑ. Αυτό που έχει εδώ προστεθεί είναι η φράση «σύμφωνα με τους σχετικούς επιστημονικούς κανόνες».